χρυσεόστολος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A πέπλων χ. φάρος E.HF414 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1379] goldgeschmückt, Eur. Herc. fur. 414, πέπλων φάρος.