σκολιός

From LSJ
Revision as of 19:35, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολιός Medium diacritics: σκολιός Low diacritics: σκολιός Capitals: ΣΚΟΛΙΟΣ
Transliteration A: skoliós Transliteration B: skolios Transliteration C: skolios Beta Code: skolio/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A curved, bent (opp. ὀρθός, εὐθύς), σ. σίδηρος Hdt.2.86; σ. σκίπωνι E.Hec.65 (anap.); of rivers and paths, winding, ποταμός Hdt. 1.185, cf. 2.29; Μαίανδρος σ. εἰς ὑπερβολήν Str.12.8.15; οἶμος, ἀτραπός, etc., A.R.4.1541, Nic.Th.478, etc.; ῥηγμῖνες Arist.Mete.367b14; λαβύρινθος Call.Del.311; πλέγμα ἕλικος AP7.24 (Simon.); πλοκαμῖδες Nonn.D.14.182; twisted, tangled, βάτος AP7.315 (Zenod. or Rhian.), cf. 11.33 (Phil.); ἐς τὸ σ. Hp.Art.37.    2 bent sideways, δουλείη κεφαλή, σκολιή Thgn.536; γένυες Pi.Fr.203; ἵππος σ. crooked made or going askew, Pl.Phdr.253d.    II metaph., crooked, i.e. unjust, unrighteous, θέμιστες Il.16.387; μῦθοι, δίκαι, Hes.Op.194,221; αἰ σκολιὰν (sc. ῥήτραν) ὁ δᾶμος ἕλοιτο, Spartan law ap. Plu.Lyc.6; λόγος Thgn.1147; ἀπάται Pi.Fr.213; πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς Id.P.2.85; riddling, obscure, ῥημάτια Luc.Bis Acc.16; τὸ σ. τῆς εἰσόδου (into true science) Vett.Val.250.23: rarely of men, ἰθύνει σκολιόν makes the crooked one straight, Hes.Op.7; σ. καὶ φοβερός Plu.2.551f: with Verbs, σκολιὰ φρονεῖν, opp. εὐθὺς ἔμμεν, Scol.16; σ. πράττειν Pl.Tht. 173a; τυφλὰ καὶ σ. Id.R.506c, cf. Grg.525a; σκολιά, τά, indirect methods, Cic.Att.13.39.2. Adv. σκολιῶς Hes.Op.258,262; σ. ἔχοντος τοῦ χρησμοῦ D.S.16.91; εἰς πλάγια καὶ σκολιά Pl.Tht.194b.    III σκολιόν, τό, intestine, σπλάγχανα καὶ νεφρὸν καὶ σκολιόν SIG1002.5 (Milet., v/iv B.C.), cf. Schwyzer 721.23 (Mycale, iv B.C.), al.

German (Pape)

[Seite 902] (nach den Alten von σκέλλω, durch Trockenheit gekrümmt?), krumm, gebogen; σκίπων, Eur. Hec. 65; σίδηρος, Her. 2, 86; gewunden, geschlängelt, übh. ungrade, Ggstz v. ὀρθός, ὄρθιος; dah. auch schief, schräg, εἰς πλάγια καὶ σκολιὰ τυποῦσα, Plat. Theaet. 194 b; verdreht, u. bes. häufig übertr., unredlich, falsch, tückisch, hinterlistig, σκολιαὶ θέμιστες Il. 16, 387, μῦθοι Hes. O. 194, δίκαι 221. 252; auch adv. σκολιῶς, 260. 264; im eigtl. Sinne, ὁδοί, Pind. P. 2, 85; ἀπάται, frg. 232; λαβύρινθος, Callim. Del. 311; seltener von Menschen, Hes. O. 7; σκολιὰ φρονεῖν, Scol. 14 Jac.; σκολιὸν λέγειν, Ar. Vesp. 1240, Schol. κολακικόν; εὐθύνει δὲ δίκας σκολιάς, Solon v. 36 bei Dem. 19, 255; πάντα σκολιὰ ὑπὸ ψεύδους καὶ ἀλαζονείας, Plat. Gorg. 525 a; πράττειν σκολιά, Theaet. 173 a. – Strab. XIV setzt ἔργα σκολιά den ξόανα ἀρχαῖα gegenüber, die man auf künstliche Bildsäulen gedeutet hat, es muß aber Σκοπάδια heißen, od. Σκόπα. – Dunkel ist σκολιῶν ὄρθρων κνίσματα δακρυχαρῆ Mel. 102 (V, 166).