φήμη

From LSJ
Revision as of 19:46, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φήμη Medium diacritics: φήμη Low diacritics: φήμη Capitals: ΦΗΜΗ
Transliteration A: phḗmē Transliteration B: phēmē Transliteration C: fimi Beta Code: fh/mh

English (LSJ)

ἡ, Aeol. and Dor. φάμα, Sapph.Supp.20

   A a.12, Pi.O.7.10; pseudo-Dor. φήμα B.5.194, al., Isyll.80: (φημί).    I utterance prompted by the gods, significant or prophetic saying, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός Od.2.35, ubi v. Sch.; in the prayer of Odysseus to Zeus, φήμην τίς μοι φάσθω Od.20.100; folld. by φήμην δ' ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρίς ib. 105; φ. and κλεηδών are interchanged, Hdt. 5.72, cf. S.El.1109 sq.; φ. about a τέρας, Hdt.3.153; εἴτε του θεῶν φήμην ἀκούσας εἴτ' ἀπ' ἀνδρὸς οἶσθα S.OT43, cf. 86,475(lyr.); τοῦ ὀνείρου ἡ φ. the message of the dream, Hdt.1.43; φ. μαντικαί S.OT 723; φ. θεσφάτων Id.Tr.1150; μάντεων φῆμαι E.Hipp.1056. cf. Ion 180 (lyr.); φήμη τις οἴκων ἐν μυχοῖς ἱδρυμένη Id.Hel.820; φήμας τε καὶ μαντείας Pl.Phd.111b, cf. Isoc.9.21; φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνούς X. Smp.4.48, cf. Cyr.8.7.3, etc.; φήμης ἕνεκα ominis causa, Pl.Lg.878a, cf. 908a; τῇ πόλει (sc. Aquileia) ἀετὸς οἴκιζομένῃ τὴν αὑτοῦ φ. χαρίζεται Jul.Or.2.72a; hence, comically, φήμη γ' ὑμῖν ὄρνις ἐστί Ar.Av.720; φ. ἀγαθὴν λέξομεν = εὐφημίαν παρέξομεν, Id.V.865 (anap.).    2 report, rumour, usu. of uncertain and mysterious origin, φήμη οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι· θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή Hes.Op.763, cf. Aeschin.1.128 (citing φήμη δ' ἐς στρατὸν ἦλθε as from Il.); Φήμης βωμός Sch. ad loc., Paus.1.17.1; common report, opp. συκοφαντία, Aeschin.2.145; φάμα δ' ἦλθε κατὰ πτόλιν Sapph. l. c.; ἄμβροτε Φ. S.OT158 (lyr.); φ. ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Hdt.9.100; φ. δημόθρους A.Ag.938; τίν' ἔχων φ. ἀγαθὴν ἥκεις; Ar.Eq.1320 (anap.); φ. ὑπορρεῖ Pl.Lg.672b; φήμην κατασκεδάσαι Id.Ap.18c.    3 report of a man's character, repute, δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην· φ. γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι—ῥεῖα μάλ', ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ' ἀποθέσθαι Hes.Op.760; ὑποδεέστερα τῆς φ. Th.1.11; περὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον . . καὶ πράξεις ἀψευδής τις πλανᾶται φ. Aeschin.1.127; τοιαύτην φ. σαυτῇ περιφυομένην Isoc.5.78: pl., ἐπιφέρειν γυναικείους ἑαυτοῖς φήμας Pl.Lg.935a; ἐπώνυμος ἐν φήμαις βροτῶν Antiph.105:—esp. of good report, fame, περιχαρὴς τῇ φ. Hdt. 1.31; κατὰ τὴν εὐλογίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φ. Isoc.5.134, cf. 4.186; ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10: but also φ. πονηραί A.Ch.1045; αἰσχρὰ φ., opp. καλὴ δόξα, Isoc. 1.43; ψευδῆ φ. ὑμνεῖν κατὰ θεῶν Pl.Lg.822c, cf. R.463d.    4 φᾶμαι songs of praise, Pi.P.2.16; φάμα φιλοφόρμιγξ A.Supp.697 (lyr.), cf. Th.866 (anap.).    II any voice or words, speech, saying, λόγων φ. poet. periphr. for λόγοι, S.Ph.846 (lyr.); esp. common report, tradition, legend, ἀλλ' ἔστι φήμη . . A.Supp.760; πολιαὶ φῆμαι E.El.701 (lyr.), cf. Pl.Phlb.16c, Lg.713c; αἱ ἀρχαῖαι φ. Plb.12.3.2; μνήμην παρὰ τῆς φήμης λαβών Lys.2.3.    b common report or parlance, Chrysipp.Stoic.2.242; ὅσους ἡ κοινὴ φ. παραδέδωκεν [θεούς] Phld.Piet.17.    2 message, A.Ch.741, S.El.1155, E.Hipp.158 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1267] ἡ, dor. φάμα, 1) omen, eine göttliche Stimme, ein Laut, worin sich ohne die Absicht des Urhebers der Wille der Götter kund zu thun, oder eine Andeutung von zukünftigen Dingen enthalten zu sein scheint, also eine ahnungsvolle, vorbedeutende Stimme; so Od. 2, 35, wo der alte Aegyptios gesagt hat, in Beziehung auf den ihm unbekannten Veranlasser der Versammlung, εἴθε οἱ αὐτῷ Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅ, τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ, heißt es vom Telemach, der es auf sich bezieht, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός; Od. 20, 100 sagt Odysseus φήμην τίς μοι φάσθω ἐγειρομένων ἀνθρώπων ἔνδοθεν, welche Stimme v. 105 ff. ihm zu Theil wird; Soph. εἴτε του θεῶν φήμην ἀκούσας, εἴτ' ἀπ' ἀνδρὸς οἶσθά που, O. R. 43, vgl. 86. 475; φῆμαι μαντικαί 723; also auch Verkündigung durch Orakel, Vogel- u. Opferzeichen, Träume u. vgl.; βληθεὶς ἐξέπλησε τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην Her. 1, 43, vgl. 3, 153. 5, 72; μάντεων φήμας ἐλέγξας Eur. Hipp. 1056; τοὺς θεῶν ἀγγέλλοντας φήμας θνατοῖς Ion 180; Plat. κατά τινα μαντείας φήμην Legg. VII, 792 d, φήμας τε καὶ μαντείας καὶ αἰσθήσεις τῶν θεῶν γίγνεσθαι αὐτοῖς Phaed. 111 b, und oft; Vorbedeutung, Legg. IX, 878 a. – 2) Rede, Gerede, Gerücht, Ruf, Meinung, in der man steht; Hes. O. 765; φᾶμαι ἀγαθαί Pind. Ol. 7, 10; P. 2, 16 u. öfter; ἀλλ' ἔστι φήμη τοὺς λύκους κρείσσους κυνῶν εἶναι, es ist eine weit verbreitete Rede, Aesch. Suppl. 741; φήμη γε μέντοι δημόθρο υς μέγα σθένει Ag. 912; auch Gesang, Suppl. 678; Botschaft, Nachricht, φήμας λάθρᾳ προὔπεμπες Soph. El. 1144; lr. 203; φήμη τις φύλαξιν ἐμπέπτωκεν Eur. Rhes. 656; φήμ η ἀγαθή Ar. Equ. 1317 Vesp. 864; φήμης ὑπ οδεέστερα, von dem das Gerücht übertrieben ist, Thuc. 1, 11; τοῦτο ἕξει ὅπ ῃ ἂν αὐτὸ ἡ φήμη ἀγάγῃ Plat. Rep. III, 415 ü; οὐ γὰρ δήπ ου σοῦ γε τοσα ύτη φήμη τε καὶ λόγος γέγονεν Apol. 20 c, u. oft; τὴν φήμ ην, ήν προσεποιήσω Aesch. 2, 166.