ἔστε

From LSJ
Revision as of 19:46, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔστε Medium diacritics: ἔστε Low diacritics: έστε Capitals: ΕΣΤΕ
Transliteration A: éste Transliteration B: este Transliteration C: este Beta Code: e)/ste

English (LSJ)

Dor. ἕστε EM382.8, v.l. in Theoc.5.22, al., cf. Eust.161 fin. (written εστε in IG14.352ii60 (Halaesa)); Locr.ἔντε ib.9(1).334.15 ; Delph. hέντε Schwyzer 323 B44 (also εἴστε, v. infr.); Boeot. ἔττε IG7.3054.7 (Lebad.): from ἐνς (= εἰς) with suffix -τε as in ὅ-τε, and so εἴστε SIG241.69 (Delph., iv B. C.). (

   A ἔσκε Archil.14, AP7.727 (Theaet.) may be f.l.). —Found in post-Homeric Ep., Ion., Trag., X., POxy. 2120.7 (iii A. D.), etc. (it is f.l. in Pl.Smp.211c).    I CONJUNCTION, = ἕως :    1 up to the time that, until,    a with aor. ind., of actual occurrence in past time, ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασσον ἔ. δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα A.Pr.457. cf. S.Ant.415,Aj.1031,El.753 ; ἔ. περ A.R.2.85 ; παίουσι τὸν Σωτηρίδαν ἔστε ἠνάγκασαν πορεύεσθαι X. An.3.4.49, cf. 2.5.30.    b with aor. subj. and ἄν, of future time, after primary tenses, ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην ἔστ' ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου A.Pr.378, cf. 697, Eu.449 ; τῇδε μενέομεν ἔστ' ἂν καὶ τελευτήσωμεν Hdt.7.141, cf. 158 ; περιμένετε ἔστ' ἂν ἐγὼ ἔλθω X.An.5.1.4 ; ἔντε, ἕντε κ' ἀποτείσῃ, IG9(1).334.15, Schwyzer323 B44 (v/iv B. C.) ; ἕστε κε indef., until such time as.., Theoc.5.22 ; χιμάρῳ δὲ καλὸν κρέας ἕστε κ' ἀμέλξῃς Id.1.6, cf.6.32 ; also after historical tenses, ἐδέοντο Εὐρυβιάδεω προσμεῖναι ἔστ' ἂν αὐτοὶ τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται Hdt.8.4, cf. X.HG3.1.15, An.4.5.28 : retained in orat. obliq., αὐτὸς ἔφη παραμενεῖν ἔστ' ἂν τοὺς βότρυς ποιήσωσι γλεῦκος Longus 4.5: ἄν omitted, ἀρήγετ' ἔστ' ἐγὼ μόλω S.Aj.1183 ; cf. ἄν (A) B.1.2.    c with aor. opt. after historical tenses (representing ἔστ' ἄν with subj.), ἐπιμεῖναι ἐκέλευσαν ἔστε βουλεύσαιντο X.An.5.5.2 ; ἀνέμενεν αὐτοὺς ἔστ' ἐμφάγοιέν τι he always waited until.., Id.Cyr.8.1.44 ; in orat. obliq., ὅτι..δέοιτο ἂν αὐτοῦ μένειν ἔστε σὺ ἀπέλθοις ib.5.3.13.    d with aor. inf., in orat. obliq. and the like for opt., ἔστε αὐτὴν νέμεσθαι Κρῆτας, = ἔστε αὐτὴν νέμοιντο Κρῆτες, Hdt.7.171; freq. in later writers, ἔστε Δαρεῖον γνῶναι, = ἔστε Δαρεῖος γνοίη, Arr.An.2.1.3 ; ἔστε παρελθεῖν ib.4.7.1, cf. Ael.NA2.11 ; for ἔστ' ἄν with subj., Arr.Cyn.2.4,25.2,31.5.    e with impf. ind., ἔστ' ἀφίκανεν A.R.4.849.    2 so long as, while,    a with impf. ind. of actual occurrence in past time, ἔστε μὲν..ἔπινον, ἡδὺ τέως ἐδόκει Thgn.959 ; ἔστε μὲν αἱ σπονδαὶ ἦσαν, οὔποτε ἐπαυόμην X.An.3.1.19, cf. Mem.1.2.18, Arr.An.2.11.6.    b with pres. subj. and ἄν, of future time, ἔστ' ἂν ἀοιδάων ᾖ γένος Ἑλλαδικῶν Xenoph.6.4; οὐ μὲν δὴ λήξω ἔστ' ἂν..λεύσσω.. τόδ' ἦμαρ S.El.105 (anap.), cf. E.Alc.337 ; ἔστ' ἄνπερ ἐπιδεικνύηται X.Eq.11.9 ; ἔστ' ἂν ἔκδημος (sc. ) χθονὸς Θησεύς, ἄπειμι E.Hipp. 659 : so with pf. subj., = pres., ὑμῖν Λακεδαιμόνιοι ἐπαγγέλλονται γυναῖκας ἐπιθρέψειν, ἔστ' ἂν ὁ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ Hdt.8.142 ; of present time, Emp.42.2.    c with pres. opt. after historical tenses (representing ἔστ' ἄν with subj.), ἐδόκει τοῖς στρατηγοῖς βέλτιον εἶναι τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον εἶναι, ἔστ' ἐν τῇ πολεμίᾳ εἶεν X.An.3.3.5 ; τοσοῦτον χρόνον ζῆν ἔστε νικῴη.. ib.1.9.11.    d with aor. subj. and ἄν, ἔστ' ἂν πολεμίους δείσωσι κελευόμενα πάντα ποιοῦσι Id.Mem.3.5.6.    II ADV. even to,    a of Space, up to, βόθροι ἐγίγνοντο μεγάλοι ἔστε ἐπὶ τὸ δάπεδον Id.An.4.5.6, cf. 4.8.8, Arr.An.1.28.3 ; ἕστ' ἐπὶ πᾶχυν Theoc.7.67.    b of Time, ἔστε ἐπὶ κνέφας Arr.An. 7.25.2 ; ἕστε ἐς.., κατὰ.., IG14.352 ii 60, i65 (Halaesa); εἴστε εἰς Θεύχαριν ἄρχοντα SIG241.69 (Delph., iv B. C.) ; ἔστε πρὸς τὸ ἐφηβικόν Luc.Nav.3.    III PREPOSITION, c. acc..    a of Space, up to, ἔστε τὸν ὅρον, ἔστε καὶ τὰν φάραγγα, Schwyzer289.166,169 (ii B. C.) ; παρατείνει ἔστε τὴν θάλασσαν Arr.Ind.2.2 (<ἐπί> Hercher).    b of Time, until, up to, ἔ. καὶ τὸν νῦν χρόνον Schwyzer289.113; ἔ. καὶ τὰν τριακάδα τοῦ Ἀλσείου SIG1023.25 (Cos, iii/ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1043] (wahrscheinlich für εἰς ὅτε, vgl. εἰσόκε), bis; von der Zeit, bis, bis daß, so lange wie; c. ind. aor., ἔςτε δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα Aesch. Prom. 455; ἔς τ' ἐν αἰθέρι μέσῳ κατέστη λαμπρὸς ἡλίου κύκλος Soph. Ant. 411; Ai. 1010 El. 743; sp. D., wie ἔςτε περ – ἀμφοτέρους ἐδάμασσε Ap. Rh. 2, 85; in Prosa von Xen. an, ἔςτε διεπράξατο An. 2, 5, 30; τί οὐκ ἐποίησε, ἔςτε σπονδῶν ἔτυχε; 3, 1, 28; 3, 4, 49; in der Bedeutung "so lange wie" mit impf., Mem. 1, 2, 18; ἔςτε μὲν αἱ σπονδαὶ ἦσαν, οὔποτε ἐπαυόμην An. 3, 1, 19; vgl. Arr. An. 2, 11, 6; – bei Beziehung auf die Zukunft mit ἄν c. conj., ἀντλήσω τύχην, ἔςτ' ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου Aesch. Prom. 376; ἐπίσχες ἔςτ' ἂν τὰ λοιπὰ προσμάθῃς io. 699; 794 Eum. 427; οὐ λήξω θρήνων ἔςτ' ἂν λεύσσω ἄστρων ῥιπάς Soph. El. 103, so lange ich schaue; vgl. Eur. Hipp. 659; in Prosa, τῇδε μενέομεν, ἔςτ' ἂν καὶ τελευτήσωμεν Her. 7, 141. 158; Xenophan. bei Ath. IX, 368 f; Plat. Conv. 211 c; διατρίψω, ἔςτ' ἂν ὀκνήσωσιν οἱ ἄγγελοι Xen. An. 2, 3, 9; περιμένετε ἔςτ' ἂν ἐγὼ ἔλθω 5, 1, 4; und so auch in indir. Rede, Hell. 3, 1, 15 An. 4, 5, 28; Ausdruck der Allgemeinheit, ἔςτ' ἂν πολεμίους δείσωσι, κελευόμενα πάντα ποιοῦσι Mem. 3, 5, 6, u. einzeln bei Sp. Bei Soph. Ai. 1162 fehlt ἄν, ἔςτ' ἐγὼ μόλω; – c. opt. in indir. Rede, εὐχήν τινες αὐτοῦ ἐξέφερον ὡς εὔχοιτο τοσοῦτον χρόνον ζῆν ἔςτε νικῴη τοὺς εὖ ποιοῦντας Xen. An. 1, 9, 11; ἐπιμεῖναι ἐκέλευσαν ἔςτε βουλεύσαιντο 5, 5, 2; so lange wie, τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον εἶναι ἔςτε ἐν τῇ πολεμίᾳ εἶεν 3, 3, 5; ἀνέμενεν αὐτοὺς ἔςτε ἐμφάγοιέν τι Cyr. 8, 1, 44. – Bei Sp. auch c. acc. c. inf., ὅτῳ ἐπέτρεψε τὴν ἀρχὴν ἔςτε Δαρεῖόν τι ὑπὲρ αὐτῆς γνῶναι Arr. An. 2, 1, 3, vgl. 4, 7, 1; Ael. V. H. 2, 11. – Auch örtlich, mit ἐπί verbunden, bis auf, βόθροι ἐγίγνοντο ἔςτε ἐπὶ τὸ δάπεδον Xen. An. 4, 5, 6; ἕως ἔςτε ἐπὶ τὰ ὅρια κατέστησαν τοὺς Ελληνας 48, 8; ἔςτε ἐπὶ τὸ εὐώνυμον παρατείνας Arr. An. 1, 28, 5; ἔςτε ἐπὶ κνέφας 7, 25, 2; ἔςτ' ἐπὶ πᾶχυν Theocr. 7, 67; Ap. Rh. 2, 789; eben so ἔςτε πρός, Luc. Navig. 3; – mit dem bloßen acc., παρατείνει ἔςτε τὴν θάλασσαν Arr. Ind. 2, 2; Inscr. 2905. – Nach E. M. dorisch ἕστε, wie auch bei Theocr. jetzt geschrieben wird.