ῥαχία
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
Ion. ῥηχίη, ἡ,
A flood-tide, opp. ἄμπωτις, Hdt.2.11, 7.198; joined with πλημυρίς (s. v. l.), Id.8.129, cf. Hp. ap. Gal.19.135. 2 the roar of the breakers, metaph. of a crowd of people, ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην Posidipp.27.11; ῥ. ποιεῖν ἐν δήμῳ Plu.2.789d, cf. 791a: prov., ῥαχίας λαλίστερος Diogenian.7.99. II rocky shore or beach (πᾶς πετρώδης αἰγιαλός Hsch.), ἁλίστονοι ῥ. A.Pr.713; παρ' αὐτὴν τὴν ῥ. Th.4.10, cf. Plb.3.39.4, Str.16.4.23. 2 = ῥάχις 11.1, S.Fr.1088;= ῥάχις 1, Nonn.D.11.182, 39.334 (v. ad fin.). [ῥᾰ- metri gr. only in late Poets, as AP7.393 (Diocl.); in sense 11.2, Nonn. Il.cc.] (Cogn. with ῥᾱσσω, ῥήσσω, and ἀράσσω; τὸν τόπον ᾧ προσαράττει τὸ κῦμα, Ael.Dion.Fr.427: not cogn. with ῥήγνυμι, which has pan-Hellenic η.)
German (Pape)
[Seite 835] ἡ, ion. ῥηχίη, Her., bei Arr. auch ῥηχείη, steiles, felsiges Meergestade (πᾶς πετρώδης αἰγιαλός, Hesych.), gegen das die Wellen schlagen und sich mit Getös brechen, Brandung; ἁλίστονοι, Aesch. Prom. 714; Soph. frg. 934; παρ' αὐτὴν τὴν ῥαχίαν, Thuc. 4, 10; übh. Meeresküste, ἐν χέρσοισι ῥαχίαις, Diocl. 4 (VII, 393); ἀνεκβάτους ῥαχίας, Lycophr. 379; a. Sp., auch κυμάτων ῥαχίαι, Polyaen. 5, 6. – Dah. die Wellen des hochgehenden Meeres, wie Plut. vrbdt τοῦ πελάγους ἀνισταμένου καὶ τὰ πλοῖα πλάγια ταῖς ῥαχίαις περιβάλλοντος, Sertor. 7; auch ῥαχίαις τισὶ καὶ σάλοις ἐοικέναι, de prof. virt. sent. p. 263; vgl. Pol. 1, 37, 2, ὑπὸ τῆς ῥαχίας πρὸς ταῖς σπιλάσι καταγνύμενα σκάφη; u. im Ggstz von ἄμπωτις, die Fluth, Her. 2, 11. 7, 198; gleichbedeutend mit πλημμύρα, 8, 129. – liebh. Lärm, Getöse, ῥαχίαν ποιοῦντος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον, Plut. an seni 10; νόει ὄχλον ῥαχίαν ἠθροισμένην, Posidipp. bei Ath. IX, 377 c (v. l. ῥακεία u. ῥακία). Den Zusammenhang mit der ersten Bdtg zeigt das Sprichwort ῥαχίας λαλί στερος, welches Diogen. 7, 99 auf die Brandung zurückführt. Auch = ῥάχος, eingeschlossener Raum, Gefängniß, VLL.