συγκεκομμένως

From LSJ
Revision as of 09:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεκομμένως Medium diacritics: συγκεκομμένως Low diacritics: συγκεκομμένως Capitals: ΣΥΓΚΕΚΟΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synkekomménōs Transliteration B: synkekommenōs Transliteration C: sygkekommenos Beta Code: sugkekomme/nws

English (LSJ)

Adv. of συγκόπτω,

   A concisely, AB751.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεκομμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγκόπτω, κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57.