ἀναστολή
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
ἡ,
A putting back, τῆς κόμης Plu.Pomp.2. 2 opening up of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.60.
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, das Zurückwerfen, κόμης Plut. Pomp. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστολή: ἡ, (ἀναστέλλω) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ ὀπίσω, Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ ἀπογύμνωσις ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) καταστολή, περιορισμός, παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.