ἑκηβόλος

From LSJ
Revision as of 09:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκηβόλος Medium diacritics: ἑκηβόλος Low diacritics: εκηβόλος Capitals: ΕΚΗΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hekēbólos Transliteration B: hekēbolos Transliteration C: ekivolos Beta Code: e(khbo/los

English (LSJ)

Dor. ἑκᾱβόλος, ον, (ἑκών, βάλλω)

   A attaining his aim, epith. of Apollo, Il. 1.14, al. ; also Ἑκηβόλος alone, ib. 96, h.Ap.45, Pi. Pae.9.38, al. ; of Artemis, S. Fr.401 ; ἑκηβόλοι Διὸς χέρες E. Ion 213 (lyr.) ; τόξα A. Pr.711, Eu.628 ; σφενδόναι E. Ph.1142 ; ἔθνος ὀϊστῶν Opp. H.4.205 ; in later Prose, ἑ. βέλη Plb.13.3.4 ; μάχαι D.H. 10.16 ; ἑ. ἄνδρες Plu. Luc.28 ; τὰ ἑ. Onos. 20.1 ; τοξεύματα, ὅπλα, Ael. Tact.2.8, Arr. Tact.3.3 ; τοξόται καὶ ἑκηβόλοι Agath.3.17 : Dor. Sup. ἑκαβολέστατος Archyt. ap. Iamb. Protr.4. Adv. -ιως, τοξεύειν Ath. 1.25d. (Understood by later writers as far-shooting (ἑκάς).)

German (Pape)

[Seite 759] weit schießend, fern treffend (d. h. aus weiter Entfernung, unsichtbar, vgl. Nitzsch zu Od. 3, 279), Apollo, Il. 1, 14 u. öfter; auch alleinstehend, der Ferntreffer, d. i. Apollo, Il. 1, 96 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 420. So Artemis, Soph. frg. 357. – Διὸς χέρες Eur. Ion 214; ἄνδρες Plut. Lucull. 28; τόξα Aesch. Eum. 598; σφενδόναι Eur. Phoen. 1142; μάχαι Dion. Hal. 10, 16, der es auch von Waffen braucht, 8, 84, wie Pol. 13, 3, 4. Einen superl. ἑκαβολεστάτα bildet Archyt. bei Iambl. protr. 4; aber ἑκηβολώτατα πέμπειν Synes. ep. 132. – Adv., ἑκηβόλως τοξεύειν, aus der Ferne schießen, Ath. I, 25 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκηβόλος: Δωρ. ἑκᾱβόλος, ον, «παρὰ τὸ ἑκὰς βάλλειν» Εὐστ., ὁ μακρὰν ἢ μακρόθεν βάλλων, κτυπῶν, «ἑκηβόλος· τοξότης, μακροβόλος, εὔστοχος» Ἡσύχ., ὡς τὸ ἑκατηβόλος, ἑκάεργος, ἕκαστος ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, (πιθανῶς οὕτω καλουμένου ὡς ἀοράτου ὄντος ἐν τῷ οὐρανῷ, Nitzsch Ὀδ. Γ. 279)· ὡσαύτως Ἑκηβόλος μόνον, Ἰλ. Α. 96· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος (πρβλ. Ἑκάτη), Σοφ. Ἀποσπ. 357· ἑκηβόλοι Διὸς χέρες Εὐρ. Ἴων 213· τόξα Αἰσχύλ. Πρ. 711, Εὐμ. 628· σφενδόναι Εὐρ. Φοίν. 1142· ἔθνος ὀϊστῶν Ὀππ. Ἁλ. 4. 205: ― ὡσαύτως, παρὰ μεταγ. πεζογράφοις ἑκ. ἄνδρες Πλουτ. Λούκουλ. 28. ― Ἐπίρρ. -λως Ἀθήν. 25D. Ὑπερθ. ἑκηβολέστατα, Ἀρχύτας παρ’ Ἰαμβλ. Προτρ. 4· ἀλλὰ τὸ ὁμαλόν ἑκηβολώτατα, Συνέσ. 269D.