περιχάσκω

From LSJ
Revision as of 09:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχάσκω Medium diacritics: περιχάσκω Low diacritics: περιχάσκω Capitals: ΠΕΡΙΧΑΣΚΩ
Transliteration A: pericháskō Transliteration B: perichaskō Transliteration C: perichasko Beta Code: perixa/skw

English (LSJ)

aor. 2 περιέχᾰνον and pf. περικέχηνα (as if from περιχαίνω, which is post-classical):—

   A open the mouth wide, gape, Hp. Morb.2.26, Phld.Rh.1.194S.    b open a girdle, Heliod. ap. Orib. 48.58.5 (s.v.l.).    II close the jaws over, take into the mouth, Arist. HA604b18, D.S.10.18, Dsc.Eup.2.138, Luc.Merc.Cond.3, Ael.NA4.33, Hippiatr.119; π. τὸν ἀέρα snap at the air, of a lion, Ach.Tat. 2.22.

German (Pape)

[Seite 600] Nebenform von περιχαίνω, nur im praes. u. imperf. gebr. (s. χάσκω), Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

περιχάσκω: ἀόρ. β΄ περιέχᾰνον καὶ πρκμ. περικέχηνα (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. περιχαίνω, ὅπερ μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον Φώτ.) ― Ἀνοίγω μεγάλως τὸ στόμα μου, Ἱππ. 469. 70. ΙΙ. καταπίνω μὲ τὸ στόμα ἀνοικτόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6, Αἰλ. π. Ζ. 4. 33, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3· π. τὸν ἀέρα Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 22· λαμβάνω εἰς τὸ στόμα, τι Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. 2) χάσκω πρός τι, τι Φώτ.· π. τινί, χάσκω διά τι πρᾶγμα, Κλήμ. Ἀλ. 242.