Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Full diacritics: σᾶμα | Medium diacritics: σᾶμα | Low diacritics: σάμα | Capitals: ΣΑΜΑ |
Transliteration A: sâma | Transliteration B: sama | Transliteration C: sama | Beta Code: sa=ma |
τό, Dor. for σῆμα (q.v.).
[Seite 860] τό, σαμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.
σᾶμα: τό, Δωρικ. ἀντὶ σῆμα, Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σᾶμα· μνῆμα, Δωριεῖς δὲ στοιχεῖον».