χύσις

From LSJ
Revision as of 10:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χύσις Medium diacritics: χύσις Low diacritics: χύσις Capitals: ΧΥΣΙΣ
Transliteration A: chýsis Transliteration B: chysis Transliteration C: chysis Beta Code: xu/sis

English (LSJ)

[ῠ], εως, ἡ, (χέω)

   A shedding, pouring out or forth, αἱμάτων Thphr.Fr.174.6(pl.): metaph., squandering, οὐσίας Alciphr.1.21.    2 diffusion, e.g. of nutriment, Gal.6.87; opp. πίλησις, Id.Nat.Fac.1.3 (pl.); coupled with ἀνάλυσις, διάλυσις, Chrysipp.Stoic.2.136, cf. 188.    3 melting, κηροῦ S.E.P.3.14; casting, fusing, Str.16.2.25.    4 dispersion, ἐν τῇ χ. τοῦ ἑνὸς πλῆθος γίγνεται Plot.6.6.1.    II liquid poured forth, flood, stream, ἐκχέασα γάποτον χ., of a libation, A.Ch.97; πόντου χ. Opp.H.5.78; ὕδατος Arat.393, A.R.4.1416: metaph, χρονίη χ. lapse of time, AP9.153 (Agath.).    2 of dry things, heap, φύλλων χ. Od.5.483, 19.443; νότος . . χύσιν κατεχεύατο φύλλων Call.Hec.1.1.11, cf. AP9.282 (Antip.Thess.); καλάμης Nic.Th.297.    3 metaph. of fluency or copiousness of speech, ascribed to Cicero in contrast to the ὕψος ἀπότομον of Demosthenes, ὁ Κικέρων ἐν χύσει Longin.12.4; ἡ χ. τῶν λέξεων Phld.Po.Herc. 1676.6.    4 quantity, abundance, σαρκῶν AP5.36 (Rufin.); χ. φαυλότητος a great deal of badness, Porph.Abst.3.2.

German (Pape)

[Seite 1385] ἡ, 1) das Gießen, Ausgießen, Ausschütten, Sp. – Auch das Flüssigmachen, Schmelzen; – χύσιν πολλὴν τῆς οὐσίας ἐργάζεσθαι, verschwenden, Alciphr. 1, 21. – 2) das Ausgegossene, Ausgeschüttete; der Guß, von der Libation, τάδ' ἐκχέουσα γάποτον χύσιν, Aesch. Ch. 95; und von trockenen Dingen, der aufgeschüttete Haufen, χύσις φύλλων Od. 5, 483. 487. 19, 443; – übh. große Masse, σαρκῶν Rutin. 4 (V, 37).

Greek (Liddell-Scott)

χύσις: [ῠ], εως, ἡ, (χέω) ὡς καὶ νῦν, χύσιμον, αἱμάτων Θεοφρ. Ἀποσπ. 14. 6· μεταφ., σπατάλη, οὐσίας Ἀλκίφρων 1, 21. 2) τῆξις, κηροῦ Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 14. ΙΙ. ὡς τὸ χῦμα, ὑγρὸν κεχυμένον, ῥεῦμα, ῥοῦς, ῥύσις, ἐκχέασα γάποτον χ., δηλ. σπονδήν, Αἰσχύλ. Χο. 97· πόντου χ., Ὀππ. Ἀλ. 5. 78· ὕδατος Ἄρατ. 393, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1416· 2) ἐπὶ ξηρῶν πραγμάτων, φύλλων χ., σωρός, Ὀδ. Ε. 483., Τ. 443, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 282· καλάμου Νικ. Θηρ. 297· λίθων Ἀνθ. Παλατ. 8. 221· ποσότης μεγάλη, ἀφθονία, σαρκῶν Ἀνθ. Παλατ. 5. 37· ἄρτων Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 15. 3) μεταφ. ἐπὶ τῆς παρόδου τοῦ χρόνου, χρονίη χ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 153. 4) μεταφορ., ὡσαύτως ἐπὶ εὐροίας λόγου, ἀρετῆς ἀποδιδομένης εἰς τὸν Κικέρωνα κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀπότομον ὕψος τοῦ Δημοσθένους Λογγῖν. 12. 4.