ἐκλανθάνω
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
A escape notice utterly:—Med., forget utterly, c. gen. rei, ἐκ χόλω τῶδε λαθοίμεθα Alc.Supp.23.9; τοῦδ' ἐκλανθάνει thou forgettest this entirely, S.OC1005 ; ἐγλαθόμενος τῆς εὐθύνης POxy.1203.8 (i A.D.), cf. Ph.1.247, al.; ἐ. ὅτι.. Pl.Ax.369e. II causal in pres. ἐκληθάνω, with aor. 1 ἐξέλησα, Aeol. ἐξέλᾱσα (v. infr.): Ep. redupl. aor. 2 ἐκλέλᾰθον: 1 Act., make one quite forgetful of a thing, c.gen. rei, ἐκ δέ με πάντων ληθάνει ὅσσ' ἔπαθον Od.7.220 ; ἔκ μ' ἔλᾱσας ἀλγέων Alc.95 : c. acc. rei, ἐκλέλαθον κιθαριστύν made him quite forget his harping, Il.2.600 : abs., Ἀΐδας ὁ ἐκλελάθων (redupl. pres.) Theoc. 1.63. 2 Med. and Pass., forget utterly, ὀϊζύος ἐκλελαθέσθαι Il.6.285 ; ἀικῆς ἐξελάθοντο 16.602 ; ὡς ἐκλέλησμαί γ' ἃ πάρος εἴπομεν E. Ba.1272 : c. inf., ἐκλάθετο..καταβῆναι Od.10.557 ; λελάθοντο.., οὐ μὰν ἐκλελάθοντ' Sapph.93.
German (Pape)
[Seite 766] (s. λανθάνω u. ἐκληθάνω), gänzlich vergessen lassen; Μοῦσαι αὐτὸν ἐκλέλαθον κιθαριστύν Il. 2, 600; Ἀΐδας ὁ ἐκλελαθών, der Alles in Vergessenheit senkt, Theocr. 1, 63. – Häufiger med., gänzlich vergessen; c. gen., ἀλκῆς ἐξελάθ οντο Il. 16, 602; Soph. O. C. 1009 u. A. c. inf.; Od. – c. acc., Eur. Bacch. 1273; Arr. An. 1, 26, 6; Luc. bis acc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλανθάνω: διαφεύγω ἐντελῶς τὴν προσοχήν τινος: - Μέσ., λησμονῶ παντελῶς, μετὰ γεν. πράγμ., πολλὰ τοῦδ’ ἐκλανθάνει, λησμονεῖς καθ’ ὁλοκληρίαν τοῦτο, Σοφ. Ο. Κ. 1005· ἐκλ. ὅτι... Πλάτ. Ἀξ. 369Ε. ΙΙ. μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστῶτ. ἐκληθάνω, μετ’ ἀορ. α΄ ἐξέλησα, Δωρ. ἐξέλᾱσα· μετ’ Ἐπ. ἀναδιπλασ. ἀορ. β΄ ἐκλέλᾰθον: 1) ἐνεργ., κάμνω τινὰ ὅλως ἐπιλήσμονά τινος, ἐκ δέ με πάντων ληθάνει, ὅσσ’ ἔπαθον, ἐπιλανθάνεσθαι ποιεῖ, Ὀδ. Η. 220· ἔκ μ’ ἔλᾱσας ἀλγέων Ἀλκαῖος 92· μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ ἐκλέλαθον κιθαριστύν, «καὶ ἐπιλαθέσθαι ἐποίησαν τὴν κιθαρῳδίαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 600· ἀπολ., τὰν γὰρ ἀοιδὰν οὔτι πᾳ εἰς Ἀΐδαν γε τὸν ἐκλελάθοντα φυλαξεῖς, «τὸν λήθης ποιητικὸν» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 63. 2) μέσ. καὶ παθ., λησμονῶ ἐντελῶς, ὀϊζύος ἐκλελαθέσθαι Ἰλ. Ζ. 285· ἀλκῆς ἐξελάθοντο Π. 602· ὡς ἐκλέλησμαί γ’ ἃ πάρος εἴπομεν Εὐρ. Βάκχ. 1273· μετ’ ἀπαρ., ἐκλάθετο... καταβῆναι Ὀδ. Κ. 558· λελάθοντο... οὐ μὰν ἐκλελάθοντο Σαπφὼ 94.