σησάμινος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
η, ον,
A made of sesame, σ. ἔλαιον sesame-oil, PRev.Laws 40.10 (iii B.C.), PPetr.3p.218 (iii B.C.), Str.16.4.26, Dsc.1.34; δοκοί Peripl.M.Rubr.36; σ. χρῖμα X.An.4.4.13 (σ. ξύλα is prob. f.l. for συκάμινα in Dsc.1.98).
German (Pape)
[Seite 876] von Sesam gemacht; ἔλαιον, Sesamöl, Strab. u. Sp.; auch χρῖσμα, Xen. An. 4, 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
σησάμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. ἔλαιον, τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. χρῖσμα Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13.