γαυριάω

From LSJ
Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαυριάω Medium diacritics: γαυριάω Low diacritics: γαυριάω Capitals: ΓΑΥΡΙΑΩ
Transliteration A: gauriáō Transliteration B: gauriaō Transliteration C: gavriao Beta Code: gauria/w

English (LSJ)

mostly pres. Aet. and Med., aor. 1

   A ἐγαυρίασα LXX Ju.9.7:—bear oneself proudly, prance, prop. of horses, γαυριῶντες Plu.Lyc.22:—Med., φυσῶντα καὶ γαυριώμενον X.Eq.10.16; to be splendid, γαυριῶσαι . . τράπεζαι Cratin.301; to be luxuriant, ἡ γῆ θάλλει καὶ γ. Jul.Or.4.155c; of persons, Phld.Vit. p.27 J., Ph.1.152, al.: c. dat., pride oneself on a thing, εἰ ταύτῃ [τῇ ἥττῃ] γαυριᾷς D.18.244; so ἐπί σφισι γαυριόωντες (Mcineke -όωντο) Theoc.25.133, cf. Plu.Lyc.30, Palaeph.1.8, Anon.Oxy.220iii3.

German (Pape)

[Seite 476] übermüthig, stolz sein, γαυ ριῶσαι τράπεζαι Cratin. Ath. II, 49 a; eigtl. von Pferden, stolz u. munter gehen, Plut. Lyc. 22, wie das Med., Xen. de re equ. 10, 16; übertr., γαυριᾷς τινί Dem. 18, 244; ἐπί τινι Plut. Lyc. 30; auch med., ἐπὶ σφίσι γαυριόωντο Theocr. 25, 133.

Greek (Liddell-Scott)

γαυριάω: τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. ἐνεργητ. καὶ μέσ.· ἀόρ. α΄ ἐγαυρίασα Ἑβδ. (Ἰουδίθ. θ΄, 7). Φέρομαι ὑπερηφάνως, ἐπαίρομαι· κυρίως ἐπὶ ἵππων βαινόντων «καμαρωτά», γαυριῶντες Πλούτ. Λυκ. 22· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, φυσῶντα καὶ γαυριώμενον Ξεν. Ἱππ. 10, 16· εἶμαι λαμπρός, γαυριῶσαι… τράπεζαι Κρατῖν. Ἀδήλ. 9· ― μ. δοτ., ἐπαίρομαι ἐπί τινι, εἰ ταύτῃ γαυριᾷς Δημ. 308. 6· οὕτω, ἐπί σφισι γαυριόωντες (Meineke-όωντο) Θεόκρ. 25. 133, πρβλ. Πλούτ. Λυκ. 30, Παλαίφ. 1. 8.