σωματοειδής
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
ές,
A bodily, corporeal, Pl.Phd.83d, 86a; τὸ σ. corporeal nature, ib.81b, 81c. 2 incarnate, of a god, Ephor.31 (b) J., Rev.Phil.1930.250 (Egypt, Tab. Defix.). 3 substantial, solid, Thphr. HP5.9.3,Ign.48,al. II metaph., organic, systematic, ἀπαγγελίαι Arist.Rh.Al.1442b31; ἱστορία Plb.1.3.4. Adv. -δῶς Arist.Rh.Al. 1436a29.
German (Pape)
[Seite 1060] ές, 1) einem Körper ähnlich, von der Art eines Körpers; Plat. Polit. 273 b; καὶ ὁρατὸς τόπος, Rep. VII, 532 c; ποιεῖ σωματοειδῆ τὴν ψυχήν, Phaed. 83 d, dicht, fest. – 2) ein Ganzes, ein System bildend; ἀπαγγελία, Arist. rhet. Alex. 37; ἱστορία, vollständige, zusammenhangende Erzählung, Pol. 1, 3, 4; vgl. Longin. 24, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοειδής: -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, ὑλικός, Πλάτ. Φαίδων 83D, 86Α· τὸ σωματοειδές, σωματική, ὑλικὴ φύσις, αὐτόθι 81Β, C, πρβλ. σωματώδης. ΙΙ. μεταφορ., ὀργανικός, συστηματικός, ἐπαγγελία Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 14· ἱστορία Πολύβ. 1. 3, 4. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 29 5.