ζυμωτικός
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ή, όν,
A causing to ferment, τινος Diocl.Fr.118.
German (Pape)
[Seite 1142] aufblähend, Ath. II, 55 b, οἱ ἐρέβινθοι ζ. τῆς σαρκός.
Greek (Liddell-Scott)
ζῡμωτικός: -ή, -όν, προξενῶν ζύμωσιν, τινος Διοκλ. παρ’ Ἀθην. 55D.