ἐκκλείω

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκλείω Medium diacritics: ἐκκλείω Low diacritics: εκκλείω Capitals: ΕΚΚΛΕΙΩ
Transliteration A: ekkleíō Transliteration B: ekkleiō Transliteration C: ekkleio Beta Code: e)kklei/w

English (LSJ)

Ion. ἐκκληΐω or ἐκκλήω, old Att. ἐκκλήω : Att. fut. -

   A κλῄσω E.Or.1127 : Dor. aor. 1 -κλᾳξα Com.Adesp.1203.7 (dub.) : pf. ἐκκέκλεικα Men.Sam.201 :—shut out from, c.gen., ἐ. ἄλλον ἄλλοσε στέγης E.l.c. :—Pass., to be shut out, Id.HF330.    2 metaph., shut out, exclude from, πόλιν τῆς μετοχῆς Hdt.1.144 ; τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων, Aeschin.2.85,3.74 : c. acc. et inf., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους D.19.26.    3 hinder, prevent, τῷ καιρῷ τὴν κατηγορίαν Plb.18.8.2 ; τὴν θήραν D.S.3.16 :—Pass., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ being prevented by [want of] time, Hdt.1.31 ; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν D.S.18.3 : c. inf., ἐ. ποιεῖν τι Id.4.32, cf. Arist.MM1198b16.    4 shut off, cut off, ζωῆς ὁδούς Opp.C.2.342.

German (Pape)

[Seite 763] ion. ἐκκληίω, altatt. ἐκκλῄω (s. κλείω), ausschließen, nicht einlassen; Eur. Herc. Fur. 330; τινὰ τῆς πόλεως Pol. 25, 1, 10; τῆς μετοχῆς ἐξεκλήϊσαν Her. 1, 144; τῆς συμμαχίας ἐκκλείων αὐτόν Aesch. 2, 85; verhindern, εἰρήνην Aesch. 2, 110; τὴν κατηγορίαν Pol. 17, 8; ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Dem. 19, 26; ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, durch die Zeit gedrängt, Her. 1, 31; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν, durch die Umstände gehindert, D. Sic. 18, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκλείω: Ἰων. ἐκκληΐω, Ἀττ. ἐκκλῄω: μέλλ. Ἀττ. -κλῄσω Εὐρ. Ὀρ. 1127, Δωρ. -κλάξω Ἑλλ. Κωμ. Meineke 4 σ. 676. Κλείω, μετὰ γεν. ἐκκλῄσομεν ἄλλον ἄλλοσε στέγης Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., κλείομαι ἔξω, νῦν γὰρ ἐκκεκλῄμεθα, εἴμεθα κεκλεισμένοι ἔξω, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 330. 2) μεταφ., ἀποκλείω, ἤτοι δὲν ἐπιτρέπω εἴς τινα νὰ ἔχῃ μέρος ἔν τινι πράγματι, τῆς μετοχῆς Ἡρόδ. 1. 144· τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων Αἰσχίν. 39. 23., 64. 19· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Δημ. 349. 5. 3) ἐμποδίζω, κωλύω, τὴν κατηγορίαν Πολύβ. 17. 8, 2· τὴν θήραν Διόδ. 3. 16: ― Παθ., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, ἐμποδιζόμενοι, κωλυόμενοι ἕνεκα ἐλλείψεως χρόνου, Ἡρόδ. 1. 31· ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Διόδ. 18. 3· μετ’ ἀπαρ., ἐκκ. ποιεῖν τι ὁ αὐτ. 4. 32.