συνοικίζω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικίζω Medium diacritics: συνοικίζω Low diacritics: συνοικίζω Capitals: ΣΥΝΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: synoikízō Transliteration B: synoikizō Transliteration C: synoikizo Beta Code: sunoiki/zw

English (LSJ)

fut. Att.

   A -ιῶ D.S.2.6: pf. -ῴκικα Str.12.3.10:— make to live with, Isoc.19.34, dub. l. in Ps.-Epich.298; σ. τινὶ τὴν θυγατέρα to give him one's daughter in marriage, Hdt.2.121.ζ', cf. PEnteux.22.8 (iii B.C.), D.S.2.6; σ. νύμφας νυμφίοις Pl.R.546d, cf. Sph.242d; ἐμὲ . . εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας E.HF68; rarely with the reverse constr., τοὺς δούλους ταῖς τῶν δεσποτῶν γυναιξὶ σ. Plb. 16.13.1.    II combine or join in one city, μὴ Τροίαν ἀθροίσῃ καὶ ξυνοικίσῃ πάλιν E.Hec.1139; unite into a city-state, ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν ξ. πάντας Th.2.15; Θησεὺς . . τὰς δώο̄εκα πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισεν Marm.Par.35 (cf. συνοίκια) ; ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην Th.3.2; Ἐρέτρια συνῴκισε τὰς περὶ Παλλήνην πόλεις Arist. Fr.603:—Pass., ξυνοικισθείσης πόλεως a city having been regularly formed, opp. κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι, Th.1.10, cf. 2.16, 3.93; ἐκ μικρῶν πόλεων συνοικισθέντες X.Ath.2.2; Χαλκιδέων εἰς ἓν συνῳκισμένων D. 19.263; σ. κατὰ πόλεις Isoc.15.82; ἐκ τῶν τυχόντων ἀνθρώπων σ. Lycurg.62.    2 unite in one building, PMich.Zen.84.9 (Pass., iii B.C.).    III join in peopling or colonizing a country, Th.1.24; τισι Id.6.5.    IV generally, unite, associate, οἵῳ με δαίμων φιλοσόφῳ συνῴκισεν Theognet.1.6; λιμὸν σ. τινί Alciphr.1.20; ἀλλοτρίῳ δαίμονι συνοικιζομένους Plu.Cor.13.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Διόδ. 2. 6· πρκμ. -ῴκικα Στράβ. 544. Κάμνω τινὰ νὰ συνοικήσῃ μετά τινος, δίδω εἰς γάμον, συνοικίζων νέῳ σ’ ὄλεσσα πολὺ παλαιτέραν Ἐπίχ. 148 Ahr., Ἰσοκρ. 391C· συνοικίζω τινὶ τὴν θυγατέρα, δίδω εἴς τινα τὴν θυγατέρα μου εἰς γάμον, Ἡρόδ. 2. 121, 6· σ. νύμφας νυμφίοις Πλάτ. Πολ. 546D, πρβλ. Σοφ. 242D· οὕτως, ἐμέ... εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 68 σπανίως κατὰ τὴν ἀντίθετον τάξιν, τοὺς δούλους ταῖς γυναιξὶ σ. Πολύβ. 16. 13, 1. ― Μέσ., Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. συνενῶ εἰς μίαν πόλιν, συνάπτω ὑπὸ τὴν διοίκησιν μιᾶς πρωτευούσης ἢ μητροπόλεως, ξ. πάντας (ἐξυπακ. ἐς τὰς Ἀθήνας) Θουκ. 2. 15· Θησεύς... τὰς δώδεκα πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισεν Χρον. Πάρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 35 (πρβλ. συνοίκιον ΙΙ)· ξ. τὴν Λέσβον ἐς τὴν Μυτιλήνην Θουκ. 3. 2. Ἐρέτρια συνῴκισε τὰς περὶ Παλλήνην πόλεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 560. ― Παθ., ξυνοικισθείσης πόλεως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι, Θουκ. 1. 10, πρβλ. 2. 16., 3. 93· ἐκ μικρῶν πόλεων συνοικισθέντες Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2. 2· Χαλκιδέων εἰς ἓν συνῳκισμένων Δημ. 425. 18· ξ. κατὰ πόλεις Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 88 (82)· ἐκ τῶν τυχόντων σ. Λυκοῦργ. 155. 43. ΙΙΙ. κατοικίζω χώραν ἢ πόλιν ἐρημωθεῖσαν διὰ νέων κατοίκων, ἔδεισα μὴ σοὶ πολέμιος λειφθεὶς ὁ παῖς Τροίαν ἀθροίσῃ καὶ ξυνοικίσῃ πάλιν Εὐρ. Ἑκ. 1139· ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων οἰκίζω, Θουκ. 1. 24., 6. 5. IV. καθόλου, συνδέω, συνάπτω, σχετίζω, οἵῳ μ’ ὁ δαίμων φιλοσόφῳ συνῴκισεν Θεόγνητ. ἐν «Φάσμασι» 1. 6· λιμὸν σ. τινὶ Ἀλκίφρων 1. 20· ἀλλοτρίῳ δαίμονι συνοικίζεσθαι Πλουτ. Κοριολ. 13.