ἐπιτάρροθος
English (LSJ)
ὁ, Ep. for ἐπίρροθος,
A helper, defender, in Hom. always of the gods that help in fight, τινί Il.11.366, Od.24.182 ; μάχης ἐ. in fight, Il.17.339 ; Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι 12.180 ; γράμμα δίκης ἐπιτάρροθον Maiist.59 : as fem., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθος ἦα Il.5.808, cf. 828 ; Δίκα..καλῶν ἐ. ἔργων Terp.6. 2 master, lord, Τεγέης Orac. ap. Hdt.1.67 ; cf. τάρροθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάρροθος: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἐπίρροθος, ἐπαρωγός, βοηθός, ὑπερασπιστής, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν θεῶν τῶν βοηθούντων κατὰ τὴν μάχην, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι Ἰλ. Α. 366, Υ. 453, Ὀδ. Ω. 182· Ζῆν’ ὕπατον μήστωρα μάχης ἐπιτάρροθον εἶναι, βοηθὸν ἐν μάχῃ, Ἰλ. Ρ. 339· θεοί... ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν Μ. 180· ὡς θηλ., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθοι, ἦα Ε 808, πρβλ. 828. 2) κύριος, κυρίαρχος, Τεγέης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἐπίρροθος, ὡς τὸ ἀταρτηρὸς ἐκ τοῦ ἀτηρός· ὁ Λυκόφρων ὅμως μεταχειρίζεται τὸ ἁπλοῦν τάρροθος, 360, 400, κτλ.), Ἡσύχ.