αὐτοκάβδαλος

From LSJ
Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκάβδᾰλος Medium diacritics: αὐτοκάβδαλος Low diacritics: αυτοκάβδαλος Capitals: ΑΥΤΟΚΑΒΔΑΛΟΣ
Transliteration A: autokábdalos Transliteration B: autokabdalos Transliteration C: aftokavdalos Beta Code: au)toka/bdalos

English (LSJ)

ον,

   A done carelessly, slovenly, Arist. Rh.1415b38; αὐ. σκάφος a bark built offhand, Lyc.745. Adv. -λως extempore, περὶ εὐόγκων λέγειν Arist.Rh.1408a12.    II αὐτοκάβδαλοι, οἱ, buffoons, improvisers, Eup.2co, Semus 20, Luc.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 397] σκάφος Lycophr. 745, ein kleines, leicht gebautes, aus dem Stegereif gebautes Schiff; E. M. αὐτοσχέδιον, τὸ εἰκῆ καὶ ὡσαύτως, καὶ αὐτουργὸν γεγονός· κυρίως δὲ ἡ λέξις ἐπὶ τῶν ἀλφίτων λέγεται· τό ὡς ἔτυχε φυραθὲν ἄλευρον; Tzetz. τὰ ῥυπαρὰ καὶ μὴ ἀληλεσμένα ἄλευρα; vgl. κάβος; eigtl. hausbacken; περὶ εὐόγκων αὐτοκαβδάλως λέγειν, über wichtige Dinge leichtfertig u. in gemeinen Ausdrücken reden, Ggstz περὶ εὐτελῶν σεμνῶς Arist. rhet. 3, 7, wo 4 codd. αὐτοκιβδήλως haben, einer am Rande αὐτοκαυδάλως, welche v. l. auch im Lycophr. sich findet, neben αὐτοκάνδαλος. Bei Ath. XIV, 622 b οἱ αὐτοκάβδαλοι καλούμενοι ἐστεφανωμένοι κιττῷ σχέδην ἐπέραινον ῥήσεις, also eine Art Possenreißer aus dem Stegereif. Bei Luc. Lexiph. 10 geziert etymologisirt; Einer, der sich sein Brot selbst auf den Ringplatz trägt. – B. A. 467 ist aus Eupol. αὐτοκάρδαλον angeführt, was mit Runkel auch in αὐτοκάβδαλον zu ändern.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκάβδαλος: -ον, εἰργασμένος ἢ πεπραγμένος ἀμελῶς, νωθρῶς, εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχεν, ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμ., Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11· περὶ εὐόγκων αὐτοκαβδάλως λέγειν, ὁμιλεῖν εἰκῇ καὶ ἀλογίστως ἐπὶ σπουδαίων ὑποθέσεων, αὐτόθι 3. 7, 2· αὐτοκάβδαλον σκάφος, προχείρως ναυπηγηθέν, «αὐτοκατασκεύαστον» (Σχόλ.) Λυκόφρ. 745. ΙΙ. Αὐτοκάβδαλοι, ἦσαν εἶδος ὑποκριτῶν βωμολόχων ἀπαγγελόντων αὐτοσχέδια καὶ ἀνάξια λόγου ποιήματα, «Σῆμος δ’ ὁ Δήλιος ἐν τῷ περὶ παιάνων, οἱ αὐτοκάβδαλοι, φησί, καλούμενοι ἐστεφανωμένοι κιττῷ σχέδην ἐπαίρενον ῥήσεις. Ὕστερον δὲ ἴαμβοι ὠνομάσθησαν αὐτοί τε καὶ τὰ ποιήματα αὐτῶν» Ἀθήν. 622Β, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 16, Λουκ. Λεξιφ. 10. (Ἡ παραγωγὴ τῆς λέξεως κάβδαλος εἶναι ἄγνωστος, ἴδε Λοβ. Παθολ. 94).