εὐθύδικος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ον,
A righteous-judging, B.5.6, A.Ag.761 (lyr.), AP6.346 (Anacr.). II εὐθύδικον, τό, = εὐθυδικία, IG5(2).357.25 (Stymphalus, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1070] gerad, gerecht richtend, gerecht, Aesch. Ag. 739 οἴκων γὰρ εὐθυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί, auch im fem., εὐθυδίκαι, richtiger εὐθύδικαι, von den Eumeniden, Eum. 502; Anacr. ep. 13 (VI, 346).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύδῐκος: -ον, ὁ δικαίως δικάζων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 761, Ἀνθ. Π. 6. 346· ἀντὶ τοῦ εὐθυδίκαι ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 312, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ εὐθυδίκαιοι· πρβλ. ὀρθοδίκαιος.