κομήτης

From LSJ
Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομήτης Medium diacritics: κομήτης Low diacritics: κομήτης Capitals: ΚΟΜΗΤΗΣ
Transliteration A: komḗtēs Transliteration B: komētēs Transliteration C: komitis Beta Code: komh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (κομάω)

   A wearing long hair, of the Persians, Orac. ap.Hdt.6.19; of dissolute men, Pherecr.14, Ar.Nu.348, 1101, etc.; ὁ ἐν Σάμῳ κ., prov. variously expld., Duris 62 J., etc.; also, simply, with hair on the head, opp. φαλακρός, Pl.R.454c, cf. Grg.524c; κ. τὰ σκέλη Luc.Bacch.2.    2 metaph., κ. ἰός a feathered arrow, S.Tr. 567; κ. λειμών a grassy meadow, E.Hipp.210 (anap.); θύρσος κισσῷ κομήτης Id.Ba.1055.    II κομήτης, with or without ἀστήρ, ὁ, comet, Arist.Mete.343b5, Epicur.Ep.2p.52U., etc.    III = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164.1.

German (Pape)

[Seite 1477] ὁ, der Behaarte, langes Haar Tragende; Ar. Nubb. 348 Lys. 661; κομήτης τούτου καὶ ὁ νεκρός Plat. Gorg. 524 c. – Uebertr., ἰὸς κομήτης, der befiederte Pfeil, Soph. Trach. 564; λειμών, die grasige Wiese (vgl. κόμη), Eur. Hipp. 210; θυρσὸς κισσῷ κομήτης Bacch. 1053. – Bes. sc. ἀστήρ, der Bartstern, Komet, Arist. Meteorl. 1, 6, Plut. Caes. 69 u. a. Sp. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κομήτης: -ου, ὁ, (κομάω) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. κομάω)· ἀλλ’ ὡσαύτως ἁπλῶς, ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φαλακρός, Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· ὡσαύτως, κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., βέλος μετὰ πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., λιβάδιον ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· θύρσος κισσῷ κομήτης ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. κομήτης, μετὰ τοῦ ἀστὴρ ἢ ἄνευ αὐτοῦ, «κομήτης» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. κόμη ΙΙΙ.