ἐκκάμνω

From LSJ
Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκάμνω Medium diacritics: ἐκκάμνω Low diacritics: εκκάμνω Capitals: ΕΚΚΑΜΝΩ
Transliteration A: ekkámnō Transliteration B: ekkamnō Transliteration C: ekkamno Beta Code: e)kka/mnw

English (LSJ)

   A grow quite weary of a thing, τὰς ὀλοφύρσεις Th.2.51: c. part., πολεμοῦντες ἐξέκαμον Plu.Sol.8, cf. Pomp.32, D.C.40.24; ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια he became unfit through age for.., Plu.Cat.Ma.24; σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς it is worn out (gnomic) with blows, Id.Caes.37 ; ἐ. ἡ ἀρετή τισι Max. Tyr.29.2.

German (Pape)

[Seite 762] (s. κάμνω), ganz ermüden, c. partic., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Plut. Sol. 8; a. Sp.; τὰς ὀλοφύρσεις Thuc. 2, 51, der Klagen überdrüssig werden; ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια Plut. Cat. mai. 24, vgl. Sol. 31; auch σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς, wurde stumpf, Caes. 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκάμνω: μέλλ. -κᾰμοῦμαι, ἀποκάμνω, ἐξέκαμνον τὰς ὀλοφύρσεις, ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51· οὕτω μετὰ μετοχ., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Πλουτ. Σόλων 8, πρβλ. Πομπ. 32· ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως προς τι, ἔγεινεν ἕνεκα τοῦ γήρατος ἀκατάλληλος πρός τι, ὁ αὐτ. Κάτων Πρεσβ. 24· καὶ σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς, παροιμ., καὶ ὁ σίδηρος δαμάζεται διὰ τῶν κτυπημάτων, ὁ αὐτ. Καῖσ. 37.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξέκαμνον, f. ἐκκαμοῦμαι, ao.2 ἐξέκαμον;
se lasser : τι de qch ; ἐξέκαμον πολεμοῦντες PLUT ils se lassèrent de faire la guerre ; ἐκκ. ὑπὸ γήρως πρός τι PLUT devenir, par la fatigue de l’âge, impropre à qch ; σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς PLUT le fer se fatigua de frapper, càd s’émoussa.
Étymologie: ἐκ, κάμνω.