καρπόω
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
A bear fruit or bear as fruit, metaph., ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ' ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης A.Pers.821:—Pass., τὰ πλεῖστα τῶν ῥιζοφύτων καρπωθέντα Ocell.1.13. 2 offer by way of sacrifice, LXXLe.2.11; ἐπὶ τοῦ βωμοῦ, of burnt-offerings, SIG1025.33 (Cos, iv/iii B. C.):—so in Pass., ib.997.9 (Smyrna), cf. Hsch. II take as fruit or produce, LXXDe.26.14:—elsewh. in Med., καρπόομαι get fruit for oneself, i.e., 1 reap crops from, c. acc. rei, [ἀρούρας] Hdt.2.168; Χθόνα A.Pr.851, Supp.253; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι to crop the land twice a year, Pl.Criti.118e: metaph., βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος A.Th.593: hence, exhaust, drain, exploit, καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα Ar.V.520, cf. Isoc.4.133,166; οὐσίας D.19.249. 2 enjoy the usufruct or interest of money, ἔδωκεν ἑβδομήκοντα μνᾶς καρπώσασθαι Id.27.5; τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι to derive profits from . ., Id.1.22; ἔθνη X.HG6.1.12; ἰδία κ. τὰς τῆς πόλεως συμφοράς Lys.25.25; [πλεονεξίαν] D.23.126: in pf. Pass., τὸ ἐργαστήριον κεκαρπωμένος having enjoyed the profits of the shop, Id.27.47: abs., make profit, Ar.Ach.837. 3 enjoy the free use of, τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα Th.2.38; τὴν τῶν πολεμίων [Χώραν], τὰς τῶν θεῶν τιμάς, X. Ages.1.34; τὴν οἰκείαν ἀδεῶς κ. D.1.25, cf. 28. 4 simply, enjoy, ἄελπτον ὄμμα . . φήμης S.Tr.204; τἀμὰ . . λέχη E.Andr.935; ἐλευθερίαν Th.7.68; τὴν σοφίαν Pl.Euthd.305e; ἡδονὴν ταύτην Id.Phdr. 252a, cf. 240a, etc.; ἀσφάλειαν καὶ εὔκλειαν X.Cyr.8.2.22; τὴν δόξαν τινός D.20.69; τὴν ἡλικίαν Id.59.19; δωρεάς Plu.Them.31: in bad sense, ἰδίας καρποῦσθαι λύπας Hp.Flat.1; φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν A.Ag. 502; τὰ ψευδῆ καλά ib.621; πένθη E.Hipp.1427; ἄπαιδα κ. βίον Id.Fr.571.3; τὰ μέγιστα ὀνείδη Pl.Smp.183a; λοιδορίας Phld.Vit. p.34J.
German (Pape)
[Seite 1329] Frucht machen, hervorbringen, tragen, übertr., ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ' ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης, der Uebermuth treibt die Aehre der Schuld, Aesch. Pers. 807. – Sp., wie LXX., = die Frucht darbringen zum Opfer. – Gew. med., wie καρπίζομαι, die Frucht für sich einsammeln, ernten, Frucht woraus ziehen; καρπώσεται ὅσην Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα, der ernten wird, so weit der Nil das Land bewässert, Aesch. Prom. 854, vgl. Suppl. 250; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν ἐκαρποῦντο Plat. Critia. 118 e; τὸν ἀγρόν Xen. Mem. 1, 1, 8 u. A.; vom Feinde, τὴν χώραν καρπ οῦσθαι, die Einkünfte des Landes für sich nehmen, das Land aussaugen, plündern, Isocr. 4, 133. 166; vgl. Ath. VI, 274 f; allgemeiner, Nutzen, Ertrag ziehen aus Etwas, τὴν Ἑλλάδα Ar. Vesp. 518; ἔδωκε ἑβδομήκοντα μνᾶς καρπώσασθαι, um den Ertrag davon zu ziehen, zu benutzen, Dem. 27, 5; λιμένας καὶ ἀγοράς 1, 22; τὴν ἑαυτοῦ κτῆσιν Plat. Legg. IX, 877 a, genießen; τὴν ἡλικίαν Dem. 59, 19. Oft übertr., ἡδονήν Plat. Conv. 187 e, τὴν σοφίαν Euthyd. 305 e; ἔκ τινος εὔκλειαν Xen. Cyr. 8, 2, 22; δωρεάς Plut. Them. 31; Tragg., βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος Aesch. Spt. 575, ernten von des Geistes tiefer Furche; im schlimmen Sinne, die schlimmen Folgen wovon empfinden, αὐτὸς φρενῶν καρποῖτο τὴν ἁμαρτίαν Ag. 488, vgl. 607; ὡς ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης καρπούμεθα, wir genießen den Ruf, Soph. Tr. 203; τἄμ' ἐκαρποῦτ' ἂν λέχη Eur. Andr. 936; πένθη μέγι στα δακρύων καρπούμεναι Hipp. 1427. – Aber καρποῦσθαι τὰς τῆς πόλεως συμφοράς Lys. 25, 25 ist = für sich ausbeuten, Vortheil daraus ziehen.
Greek (Liddell-Scott)
καρπόω: μέλλ. -ώσω, φέρω καρπὸν ἢ φέρω ὡς καρπόν· μεταφ., ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ’ ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης Αἰσχύλ. Πέρσ. 821, πρβλ. Θήβ. 601· πρβλ. ἐκκαρπίζομαι:― ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ. Ὄκελλ. ὁ Λευκαν. 2) προσφέρω ὡς θυσίαν, Ἑβδ. (Λευ. Β’, 11). ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καρπόομαι, λαμβάνω καρπὸν δι’ ἐμαυτόν, δηλ. 1) θερίζω τοὺς καρπούς τινος, μετ’ αἰτιατ. πράγματος, ἀρούρας Ἡρόδ. 2. 168· χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 851, Ἱκέτ. 253· καὶ μεταφ., καρποῦσθαι βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 593· δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν τὸν καρπὸν τῆς γῆς δὶς κατ’ ἔτος, Πλάτ. Κριτίας 118Ε: ― ἐντεῦθεν, ἐξαντλῶ δι’ ὑπερβολικῶν ἀπαιτήσεων, λεηλατῶ, καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Σφ. 520, πρβλ. Ἰσοκρ. 68Β, 75D, Δημ. 419. 19. 2) λαμβάνω τὸν καρπὸν ἢ τὸν τόκον τῶν χρημάτων, ἔδωκεν ἑβδομήκοντα μνᾶς καρπώσασθαι ὁ αὐτ. 813. 19· τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν ὠφελείας ἐξ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 15. 22· ἔθνη Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 12· καρπ. ἰδίᾳ τὰς τῆς πόλεως συμφορὰς Λυσ. 174. 1· πλεονεξίαν Δημ. 662. 5· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., τὸ ἐργαστήριον κεκαρπωμένος, ἀπολαμβάνων τὰ κέρδη τοῦ ἐργαστηρίου, ὁ αὐτ. 828. 16· ― ἀπολ., ὠφελοῦμαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 837. 3) λαμβάνω τοὺς καρπούς, ἔχω τὴν ἐλευθέραν χρῆσίν τινος, τὰ αὐτοῦ ἀγαθά γιγνόμενα Θουκ. 2. 38· τὴν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἀγησ. 1. 34· τὴν οἰκείαν ἀδεῶς καρπ. Δημ. 16. 19, πρβλ. 17, 11· ― ἀκολούθως, 4) ἁπλῶς ἀπολαύω, ἄελπτον ὄμμα… φήμης Σοφ. Τρ. 204· τἀμὰ… λέχη Εὐρ. Ἀνδρ. 935· ἐλευθερίαν Θουκ. 7. 68· τὴν σοφίαν Πλάτ. Εὐθύδ. 305Ε· ἡδονὴν ταύτην ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 251Ε, πρβλ. 240Α, κτλ.· εὔκλειαν καὶ ἀσφάλειαν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· δόξαν Δημ. 478. 2· τὴν ἠλικίαν ὁ αὐτ. 1351. 13· ― ἐνίοτε ὡς τὸ ἀπολαύω, ἐπὶ κακῆς σημασίας, καρποῦσθαι λύπας Ἱππ. 295. 46· φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 502· τὰ ψευδῆ καλὰ αὐτόθι 621· πένθη Εὐρ. Ἱππ. 1427· ἄπαιδα καρπ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 575. 3· τὰ μέγιστα ὀνείδη Πλάτ. Συμπ. 183Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. ao;
porter des fruits, produire comme fruit;
Moy. καρπόομαι-οῦμαι (f. καρπώσομαι, ao. ἐκαρπωσάμην) récolter pour soi, recueillir les fruits de : χθόνα ESCHL de la terre ; fig. εὔκλειαν XÉN recueillir une bonne renommée ; particul. se procurer les revenus de, jouir des revenus de (d’un pays, d’une ville, des ports, des marchés, etc.) acc. ; en gén. avoir la jouissance de, jouir de : ἐλευθερίαν THC de la liberté.
Étymologie: καρπός.