ἄψαυστος
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
ον,
A untouched, Hdt. 8.41, Thphr.HP5.5.6, Ph.2.14; not to be touched, sacred, Th.4.97; χρήματα App.BC2.41. II Act., not touching, c. gen., ἄ. ἔγχους S.OT969; ἄ. τέκνων, of persons dying young, Epigr.Gr.241.2 (Smyrna).
Greek (Liddell-Scott)
ἄψαυστος: -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, ἱερός, ὡς τὸ ἄθικτος, Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non touché, intact;
2 qu’on ne peut toucher, sacré;
II. qui ne touche pas à, gén..
Étymologie: ἀ, ψαύω.