Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλύφω

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύφω Medium diacritics: γλύφω Low diacritics: γλύφω Capitals: ΓΛΥΦΩ
Transliteration A: glýphō Transliteration B: glyphō Transliteration C: glyfo Beta Code: glu/fw

English (LSJ)

[ῠ], fut.

   A γλύψω LXX Ex.28.9: aor. ἔγλυψα Str.9.2.25:— Med., aor. ἐγλυψάμην Theoc.Ep.8, Plu.2.806d:—Pass., aor. 1 part. γλυφθέν AP6.229 (Crin.), but aor. 2 γλυφέν [ῠ] App.Anth.3.79 (Posidipp.), Ps.-Callisth.3.22, (δια-) Ael.VH14.7: pf. γέγλυμμαι AP9.752 (Ascl. or Antip. Thess.), Pl.Smp.216d, (ἐγ-) Hdt.2.106, but ἐξ-έγλ- Eup.331, Pl.R.616d:—carve, cut out with a knife, ναῦς τ' ἔγλυφεν Ar.Nu.879; γ. σφρηγῖδας engrave them, Hdt.7.69, cf. Pl. Hp.Mi.368c; of sculptors, opp. γράφω, Hdt.2.46, Str.l.c.; ἔγλυψέν με σίδηρος, written under a statue, IG14.973:—Med., cause to be engraved, Theoc.l.c., Plu. l.c.    II note down or write [on waxen tablets], τόκους AP11.289 (Pall.).    III Pass., to be hatched, ἕως γλυφῆναι τὰ ὠά Antig.Mir.97. (Cf. Lat.glūbo 'peel', glūma 'husk', OHG. klioban 'cleave'.)

Greek (Liddell-Scott)

γλύφω: [ῠ]· μέλλ. γλύψω Ἑβδ.· ἀόρ. ἔγλυψα Στράβων 410, Ἀνθ. Π. 9. 818, πρβλ. ἐγ-, παραγλύπτω:― Μέσ., ἀόρ. ἐγλυψάμην Θεόκρ., Πλούτ.:― Παθ., ἀόρ. α΄ μεταγ. γλυφθὲν Ἀνθ. Π. 6. 229, ἀλλ’ ἀόρ. β΄ γλυφὲν [ῠ] αὐτ. παραρτ. 66, (δι-) Αἰλ.· πρκμ. γέγλυμμαι Ἀνθ. Π. 9. 752, (ἐγ-) Ἡρόδ., ἀλλὰ ἔγλυμμαι Πλάτ. Συμπ. 216D, (ἐξ-) Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 42, Πλάτ. Πολιτ. 616D, (Ἴδε ἐν λ. γλάφω.) Σκαλίζω, κόπτω διὰ μαχαιρίου, ναῦς τ’ ἔγλυφεν, ἐπὶ παιδίου, Ἀριστοφ. Νεφ. 879· γλ. σφρηγῖδας, σκαλίζω ἢ κοσμῶ αὐτὰς διά τινος τύπου, χαράττω, Ἡρόδ. 7. 69, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 368C· ἐπὶ γλυπτῶν, ἀντίθ. τῷ γράφω, Ἡρόδ. 2. 46, Στράβων 410· ἔγλυψέν με σίδηρος, εὑρεθὲν ἐν τῇ βάσει ἀγάλματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5972·― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλούτ. 2. 806D. ΙΙ. σημειῶ ἢ γράφω [ἐπὶ κηρωτῶν πινάκων], τόκους Ἀνθ. Π. 11. 289· πρβλ. τοκογλύφος.

French (Bailly abrégé)

f. γλύψω, ao. ἔγλυψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐγλύφθην, ao.2 ἐγλύφην, pf. γέγλυμμαι et ἔγλυμμαι;
sculpter;
Moy. γλύφομαι (ao. ἐγλυψάμην) graver ou faire graver pour soi.
Étymologie: R. Γλυφ, tailler ; cf. lat. sculpo, cf. γράφω = lat. scribo, etc.