δρυκολάπτης
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
A v. δρυοκολάπτης.
German (Pape)
[Seite 668] ὁ, = δρυοκολάπτης, Ar. Av. 480. 979. S. Lob. Phryn. 679.
Greek (Liddell-Scott)
δρυκολάπτης: ἴδε ἐν λ. δρυοκολάπτης