παφλάζω

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παφλάζω Medium diacritics: παφλάζω Low diacritics: παφλάζω Capitals: ΠΑΦΛΑΖΩ
Transliteration A: paphlázō Transliteration B: paphlazō Transliteration C: paflazo Beta Code: pafla/zw

English (LSJ)

Aeol. παφλάσδω Alc.Supp.25.4 (p.28 Lobel) :—

   A boil, bluster, of the sea, κύματα παφλάζοντα Il.13.798 ; αἰθὴρ παφλάζων καταΐσσεται Emp.100.7 ; of boiling soup, Ar.Fr.498 ; λοπὰς π. βαρβάρῳ λαλήματι Eub.109 :—Med., ἔγχελυς . . παφλάζεται Antiph.217.4.    II metaph., splutter, bluster, of Cleon (cf. foreg.), Ar.Pax 314, Eq.919 ; κόμποις π. Timocl.15.3.    2 κραδίη πάφλαζεν, of passion, Musae.91.    3 seethe, τοῖς λωποδύταις ὁ πόρος π. Cratin. 206.    4 π. τῇ γλώσσῃ stammer, stutter, Hp.Epid.2.5.2, Judic.43. (Redupl., perh. cf. φλέδων.)

German (Pape)

[Seite 539] Blasen aufwerfen, brausen, rauschen; vom stürmischen Meere, Il. 12, 798, κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης; vom kochenden Brei, Ar. frg. 423; vgl. Eubul. bei Ath. VI, 229 a, λοπὰς παφλάζει βαρβάρῳ φυσήματι; und im pass., ἕψεται, παφλάζεται, Antiphan. bei Ath. IV, 169 d. – Uebertr. von leidenschaftlicher Aufregung u. Gährung des Gemüthes, καὶ κεκραγώς, Ar. Pax 314, vgl. Equ. 919; auch = plappern, schwatzen, ἔμφρονος λόγου κόμποις παφλάζων, Timocles bei Ath. VIII, 342 a. – Es ist eine reduplleirte Form von φλάζω, φλαίνω, φλέω.

Greek (Liddell-Scott)

παφλάζω: μέλλ. -άσω· ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης, κύματα παφλάζοντα, «ἠχοῦντα, ἀναζέοντα. ὀνοματοποιΐατρόπος» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 798· ἐπὶ τοῦ αἰθέρος, αἰθὴρ παφλάζων κατανίσσεται Ἐμπεδ. 349· ἐπὶ βράζοντος ὕδατος, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 423· λοπὰς π. βαρβάρῳ φυσήματι Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἔγχελυς .. παφλάζεται Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 4· ― μεταφορ., φυσῶ θορυβωδῶς, κομπάζω, θορυβῶ, ἐπὶ τοῦ ὠργισμένου Κλέωνος (πρβλ. Παφλαγών), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 314, Ἱππ. 919. 2) π. τῇ φωνῇ, τραυλίζω, Ἱππ. 55. 33., 1040C. (Ὀνοματοπ. ὡς τὸ καχλάζω).

French (Bailly abrégé)

être en ébullition, bouillonner ; Pass. fig. bouillonner de colère, d’impatience.
Étymologie: forme redoublée de φλάζω.