Ἐνυάλιος

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἐνυάλιος Medium diacritics: Ἐνυάλιος Low diacritics: Ενυάλιος Capitals: ΕΝΥΑΛΙΟΣ
Transliteration A: Enyálios Transliteration B: Enyalios Transliteration C: Enyalios Beta Code: *)enua/lios

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A the Warlike, in Il. as epith. of the War-god, Ἄρης δεινὸς Ἐνυάλιος 17.211, 20.69: written Ἐνοιάλιος IG4.717 (Hermione), Ἐνυιάλιος JRS15.254 (Antioch. Pisid.): abs., as his name, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ Il.2.651, 7.166, cf. Archil.1, S.Aj. 179(lyr.), E.Andr.1015 (lyr.), Aen.Tact.24.2; ξυνὸς Ἐ. Il.18.309: in later authors, distinct from Ares, Ar.Pax457, cf. Alcm.104; object of a special cult, SIG1014.34 (Erythrae), cf. Plu.Sol.9, etc.; Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν, ἀλαλάζειν, X.An.1.8.18, 5.2.14: Ἐνυάλιον, τό, temple of Ἐνυάλιος, Th.4.67.    2 battle, κοινὸν Ἐ. μαρναμένους E.Ph.1572 (anap.); ὁ Ἐ. the battle-cry, Hld.4.17; also τὸν Ἐ. παιᾶνα τῶν στρατοπέδων ἐπαλαλαζόντων Jul.Or.1.36b.    3 = Lat. Quirinus, Plb.3.25.6, D.H.2.48: hence ὁ Ἐ. λόφος, = Collis Quirinalis, Id.9.60.    II after Hom. generally (in Opp.C.2.58, ίη, ιον), warlike, furious, ἰωχμός Theoc.25.279; ἀϋταί Opp.l.c.; epith. of Dionysus, Lyr.Adesp.108. [ῠ Lyr.Adesp. l.c.; elsewh. ῡ, prob. metri gr.]

Greek (Liddell-Scott)

Ἐνῡάλιος: ᾰ, ὁ, πολεμικός, φονικός, παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ὡς ἐπώνυμον τοῦ Ἄρεως, Ἄρης δεινὸς Ἐνυάλιος Ἰλ. Ρ. 210, ἀλλαχοῦ ὡς οὐσιαστ. τὸ ὄνομα αὐτοῦ τοῦ θεοῦ, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ (ἔνθα τὸ -υα- ἀναγινώσκεται κατὰ συνίζησιν) Β. 651, Η. 166, Υ. 69, κτλ., οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 179 καὶ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 1016· ξυνὸς Ἐν., ἴδε ἐν λ. ξυνός· ἀλλ’ ἀκολούθως, διάφορος τοῦ Ἄρεως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 456, πρβλ. Ἀλκμᾶνα παρὰ τῷ Σχολιαστῇ αὐτόθι, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴαντα ἔνθ’ ἀνωτ. - Ἔναρξις μάχης ἐγίνετο δι’ ἀλαλαγμοῦ πρὸς τὸν Ἐνυάλιον, Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν, ἀλαλάζειν, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18., 5. 2, 14: ― ἐντεῦθεν τὸ ἐνυάλιος κεῖται παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1572 ἀντὶ τῆς λέξεως μάχη, κοινὸν ἐνυάλιον... μαρναμένους· ― ὁ ἐνυάλιος, πολεμικὴ κραυγή, Ἡλιοδ. 4. 27. Πρβλ. Ἐνυώ. 2) παρὰ Ρωμαίοις = Quirinus, Κυρῖνος, Πολύβ. 3. 25, 6, Διον. Ἁλ. 2. 48: ― ἐντεῦθεν τὸ ὁ Ἐν. λόφος = Collis Quirinalis, Κυρίνιος, Διον. Ἁλ. 9. 60. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον καθόλου (ἐν Ὀππ. Κυν. 2. 58, -ίη, ον), πολεμικός, μανιώδης, ἰωχμὸς Θεόκρ. 25. 279· ἀϋταὶ Ὀπ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ποιητὴς παρὰ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Ényalios, surn. d’Arès : τῷ Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν ou ἀλαλάζειν XÉN pousser le cri de guerre en l’honneur d’Ényalios.
Étymologie: Ἐνυώ.