ἐπιτείχισμα
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ατος, τό,
A fort or stronghold placed on the enemy's frontier, v.l. in Id.8.95, cf. X.HG5.1.2 ; τινί or ἐπί τινα against one, κατασκευάζειν ὑμῖν ἐ. τὴν Εὔβοιαν D.8.66 ; ἐπὶ τὴν Ἀττικήν Id.18.71 ; κατὰ τῆς πόλεως D.H.3.43 : c. gen., ἔχουσι τοσαῦτ' ἐ. τῆς αὑτοῦ χώρας holding so many fortresses which command his country, D.4.5. 2 metaph., τῆς αὑτῆς ἀρχῆς ἐ. πρὸς τὸ μηδ' ὁτιοῦν παρακινεῖν a barrier or obstacle to.., Id.15.12 ; ὥσπερ ἐ. τοῖς υἱοῖς κατάγει τὸν Ἀντίπατρον J.BJ1.23.1 ; τὴν φιλοσοφίαν ἐ. τῶν νόμων a barrier against, or a bulwark in defence of, the laws, Alcid. ap. Arist.Rh.1406b11 ; ἐ. τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν ἡ ποιητικὴ καθέστηκεν S.E.M.1.298.
German (Pape)
[Seite 990] τό, das gegen Jem. errichtete Bollwerk, die Verschanzung, Thuc. 8, 95; Xen. Hell. 5, 1, 2; κατασκευάζοντος ὑμῖν ἐπ. τὴν Εὔβοιαν Dem. 8, 66, er machte Euböa zu einem Bollwerke gegen uns; ἐπὶ τὴν Ἀττικήν 18, 71; τῆς αὑτοῦ χώρας 4, 5; κατά τινος D. Hal. 3, 43; übertr., ή φιλοσοφία ἐπ. τῶν νόμων, Befestigung, Schutz der Gesetze, Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3, der den Ausdruck tadelt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτείχισμα: τό, φρούριον ἢ ὀχύρωμα οἰκοδομηθὲν ἐπὶ τῶν συνόρων τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 8. 95, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 2· τινι ἢ ἐπί τινα, ἐναντίον τινός, κατασκευάζειν ὑμῖν ἐπ. τὴν Εὔβοιαν Δημ. 106. 3· ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ὁ αὐτ. 248. 13· μετὰ γεν., ὡς χαλεπὸν πολεμεῖν ἐστιν Ἀθηναίοις ἔχουσι τοσαῦτα ἐπιτειχίσματα τῆς αὐτοῦ χώρας, οἵτινες ἔχουσι τοσαῦτα φρούρια ἐπαπειλοῦντα τὴν χώραν αὐτοῦ, Δημ. 41. 20 (ἂν καὶ ὁ Hemst. ἐν Λουκ. Νιγρ. 23, διισχυρίζεται ὅτι ἡ τοιαύτη ἔννοια θὰ ἀπῄτει τῇ χώρᾳ). 2) μεταφ., φραγμός, κώλυμα, ἐμπόδιον, ἐπ. πρὸς τὸ μηδ’ ὁτιοῦν παρακινεῖν Δημ. 193. 27· ὥσπερ ἐπ. τοῖς υἱοῖς κατάγει τὸν Ἀντίπατρον Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 23, 1· τὴν φιλοσοφίαν ἐπ. τῶν νόμων, φραγμὸν ἐναντίον τῶν νόμων ἢ (κατὰ Hemst. ἔνθ’ ἀνωτ.) ὀχύρωμα πρὸς ὑπεράσπισιν αὐτῶν, Ἀλκιδάμας ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 rempart élevé contre : τινι contre qqn ; ἐπὶ τὴν Ἀττικήν DÉM fortification contre l’Attique ; fig. ἐπιτείχισμα παθῶν rempart contre les passions;
2 rempart élevé pour : ἐπιτείχισμα τῶν νόμων ARSTT rempart élevé pour la défense des lois.
Étymologie: ἐπιτειχίζω.