ἐρικύμων
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
[ῡ], ον, (κύω)
A big with young, ἐ. φέρματι γένναν A.Ag.119 codd. recc. (ἐρικύματα cod. Med.).
German (Pape)
[Seite 1029] ον, sehr schwanger, d. i. sehr fruchtbar, Aesch. Ag. 118.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρικύμων: ῡ, ον, (κύω), σφόδρα ἐγκύμων, ἐρικύμονα φέρματα (φέρματι κῶδ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 119: ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει ἐρικύματα, ὁπόθεν ὁ Seidl. διώρθωσεν ἐρικυμάδα.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
très fécond.
Étymologie: ἐρι-, κύω.