εὐεπής

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπής Medium diacritics: εὐεπής Low diacritics: ευεπής Capitals: ΕΥΕΠΗΣ
Transliteration A: euepḗs Transliteration B: euepēs Transliteration C: evepis Beta Code: eu)eph/s

English (LSJ)

ές, (ἔπος)

   A melodious, φωνή X.Cyn.13.16; euphonious, λέξις D.H.Comp.22; ἁρμονία-εστέρα ibid. Adv. -πῶς, κῶλα εὐ. συγκείμενα ibid.: Sup., ποίησις -έστατα ἔχουσα D.Chr.52.15.    2 eloquent, εὐ. ἐν τῷ λέγειν Hsch.s.v. λιγύς.    3 making eloquent, inspiring, ὕδωρ, of Helicon, AP11.24 (Antip.).    II Pass., well-spoken, acceptable, λόγος Hdt.5.50.

German (Pape)

[Seite 1064] ές, wohlredend, beredt, D. Hal. oft; φωνή Xen. Cyn. 13, 16. – Bei Antp. Th. 1 (XI, 24) ὕδωρ εὐεπὲς ἐκ πηγέων ἔβλυσας Ἠσιόδῳ, vom Helikon, Wasser, das wohlredend macht; – λόγος, wohlgesprochen, vernünftig, Her. 5, 50, v. l. εὐπετής. - Adv. εὐεπῶς, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπής: -ές, (ἔπος) εὐφραδής, μελῳδικός, φωνή Ξεν. Κύρ. 13. 16. 2) ποιῶν τινα εὔγλωττον, ἐμπνέων εὐγλωττίαν, ὕδωρ, τοῦ Ἑλικῶνος, Ἀνθ. Π. 11. 24. ΙΙ. Παθ., καλῶς λαληθείς, εὐπρόσδεκτος, λόγος Ἡρόδοτ. 5. 50: - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien dit, bien exprimé, élégant.
Étymologie: εὖ, ἔπος.