μύρρινος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
η, ον, Att. for μύρσινος.
Greek (Liddell-Scott)
μύρρῐνος: -η, -ον, μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ μύρσινος.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de myrte.
Étymologie: p. assimil. p. μύρσινη.