ὄρμενος

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρμενος Medium diacritics: ὄρμενος Low diacritics: όρμενος Capitals: ΟΡΜΕΝΟΣ
Transliteration A: órmenos Transliteration B: ormenos Transliteration C: ormenos Beta Code: o)/rmenos

English (LSJ)

or ὅρμενος, ὁ,

   A shoot, sprout, or stem, stalk, = ἀσφάραγος 11, esp. = κραμβοσπάραγον, Diph. Siph. ap. Ath.2.62f, Hsch.: pl. ὄρμενοι Poll.6.61 ; but also ὄρμενα Posidipp.24, cf. Phryn.PSp.67 B., EM 161.4 ; dat. pl., Jul.Or.5.176a. (Cf. ὄρμενος, aor. part. Med. of ὄρνυμι.)

German (Pape)

[Seite 381] oder ὅρμενος, ὁ (ορ), Schoß, Stiel, Stengel, im plur. ὄρμενα, τά, Phryn. p. 111; τῶν λαχάνων αἱ ἄκανθαι ὄρμενα καλοῦνται, bes. vom Kohl, Ath. II, 62 e u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρμενος: ἢ ὅρμενος, ὁ, βλαστός, ἢ καυλός, Ἀθήν. 62F. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρμενος· οἱ μὲν τῆς κράμβης τὸ ἐντὸς κύημα. οἱ δὲ τὸν ἄγριον ἀσπάραγον. ἄλλοι πᾶν τὸ ἐκκεκαυλημένον»· ― πληθ. ὄρμενοι, Πολυδ. Ϛϳ. 61· ἀλλ’ ὡσαύτως ὄρμενα, Ποσείδιππος ἐν «Συντρόφοις» 2, πρβλ. Α. Β. 38, Ἐτυμολ. Μέγ. 161. 3. (Πρβλ. ὄρμενος, μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ ὄρνυμι.)

French (Bailly abrégé)

part. ao. Moy. sync. de ὄρνυμι.