σφηκόω

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκόω Medium diacritics: σφηκόω Low diacritics: σφηκόω Capitals: ΣΦΗΚΟΩ
Transliteration A: sphēkóō Transliteration B: sphēkoō Transliteration C: sfikoo Beta Code: sfhko/w

English (LSJ)

(σφήξ)

   A make like a wasp, i.e. pinch in at the waist, bind tightly, Phryn.Com.91; σ. τὸ ὅλον σῶμα Hld.10.31; χεῖρας APl.4.195 (Satyr.); ἀγγεῖον close the vessel, Dsc.5.54; τοὺς κορακίνους Ael.NA13.17: aor. Med. σφηκώσατο Nonn.D.1.192, 15.147.    II Pass., πλοχμοί θ', οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο were bound tightly, Il.17.52; ἐσφήκωντο κορύμβαις prob. in Antim. in PMilan.17.4; κόμη ἐσφηκωμένη Poll.2.25; σφηκούμενος one binding up his hair, Ph.2.479; δειρὴν ἐσφήκωται he is narrow in the neck, Nic. Th.289; ὁ δὲ τέτρατος (sc. κύκλος) ἐσφήκωται λοξὸς ἐν ἀμφοτέροις is fixed, Arat.526, cf. 441; θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι well-closed window-shutters, Aristid. Or.51(27).8 (-σφην- is prob. cj.); so καλύμματ' ἐσφηκ. Anacr.21.3: metaph., coupled with πλεκτόν in Phld.Po.2.45.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκόω: μέλλ. -ώσω, (σφὴξ) κάμνω τινὰ ὥσπερ σφῆκα, δηλ. περισφίγγω κατὰ τὴν ὀσφύν, ἰσχυρῶς περιδένω ἢ ἁπλῶς δένω, Φρύν. παρὰ Φωτ.· τό τε ὅλον σῶμα σφηκώσας Ἡλιόδ. 10. 31· χεῖρας Ἀνθ. Πλαν. 195· δέσμιον σφ. τινά Νόνν. Δ. 1. 192· τοὺς κορακίνους Αἰλ. π. Ζ. 13. 17· μέσ. ἀόρ. σφηκώσατο Νόνν. Δ. 15. 147. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ὡς παθ., πλοχμοί θ’, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο, «ἐσφιγμένοι ἦσαν, ἐδέδεντο, ἢ πεπλεγμένοι ἦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 52· κόμη ἐσφηκωμένη Πολυδ. Β΄, 52 σφηκούμενος, ἀναδούμενος τὴν ἑαυτοῦ κόμην, Φίλων 2, 479 δειρὴν ἐσφήκωται, ἔχει στενὸν τράχηλον, Νικ. Θηρ. 289· θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι, καλῶς κεκλεισμένα παραθυρόφυλλα, Ἀριστείδ. 1. 348· οὕτω, καλύμματα ἐσφηκ. Ἀνακρ. 20. 3· ― τὸ σφηκόω συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ σφηνόω, ὡς παρ’ Ἀράτ. 526, πρβλ. 441. ― Πρβλ. διασφηκόομαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
serrer ou amincir par le milieu à la façon du corps de la guêpe : πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο IL ses tresses étaient serrées par le milieu dans des anneaux d’or.
Étymologie: σφήξ.