φυλακικός

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκικός Medium diacritics: φυλακικός Low diacritics: φυλακικός Capitals: ΦΥΛΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: phylakikós Transliteration B: phylakikos Transliteration C: fylakikos Beta Code: fulakiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A watchful, careful, Pl.R.375e, 456a, al.; -ώτατοι πόλεως ib.412c; ἡ -κή (sc. τέχνη) ib.428d.    2 disposed to observe, δόγματος ib.412e.

German (Pape)

[Seite 1313] zum Bewachen gehörig, geschickt, Plat. Rep. II, 375 e, u. superl., ἆρ' οὐ φυλακικωτάτους πόλεως αὐτοὺς δεῖ εἶναι, III, 412 c.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλᾰκικός: -ή, -όν, ἄγρυπνος, προσεκτικός, ἐπιμελής, Πλάτ. Νόμ. 375Ε, 456Α, κ. ἀλλ.· φυλακικώτατοι πόλεως αὐτόθι C· ἡ φυλακικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) αὐτόθι 428D. 2) διατεθειμένος νὰ τηρῇ ἢ φυλάττῃ, μετὰ γεν., δόγματος αὐτόθι 412Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de garde, propre à veiller sur, gén. ; ἡ φυλακική (ἐπιστήμη) l’art de faire bonne garde;
2 disposé à observer;
Sp. φυλακικώτατος.
Étymologie: φυλακή.