πρώτιστος

From LSJ
Revision as of 12:27, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώτιστος Medium diacritics: πρώτιστος Low diacritics: πρώτιστος Capitals: ΠΡΩΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: prṓtistos Transliteration B: prōtistos Transliteration C: protistos Beta Code: prw/tistos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον h.Cer.157:—poet. and late Prose Sup. of πρῶτος,

   A the very first, Il.2.228, 16.656, Od.19.447; πολὺ π. Il.2.702, Od.14.220, etc.; ὁ π. χρόνος, opp. ὁ ἐνεστώς, PEleph.10.4 (iii B.C.); principal, primal, θεὰ π. Νύξ Phld.Piet.14; αἰτία Procl.Inst. 12; τῶν φύσει κρειττόνων π. ὁ δημιουργός Hierocl. in CA3p.424M., cf. Iamb.Comm.Math.4, al., Dexipp.Fr.32(b)J., Agath.3.2: neut. πρώτιστον as Adv., first of all, Od.10.462, 20.60, al., Pi.N.5.25, B.8.11, Ar.Lys.555, D.43.75, Antiph.98: also pl. πρώτιστα Il.1.105, Od.3.419, Hes.Op.109, A.Fr.195, S.OT1439, El.669, Ar.Pl.792; ἐπειδὴ π. now that, Alc.15.7; ὅτε π. when aforetime, Call.Aet.Oxy.2079.21; especially, principally, π. ἁλίσκεται ἐνταῦθα τὸ ὄψον Str.12.3.19: also τὸ π. E.Supp.430; τὰ π. Od.11.168.

German (Pape)

[Seite 804] p. superl. von πρῶτος, der allererste; Il. 2, 228. 16, 656; u. adv. πρώτιστα, 1, 105; πρώτιστα θεῶν ἱλάσσομ' Ἀθήνην, Od. 3, 419; τὰ πρώτιστα, 11, 168, zu allererst; auch Hes.; πρώτιστος ἐπέμιξε, Pind. P. 2, 32; πρώτιστον, N. 5, 25; πρώτιστα ἥξεις, Aesch. frg. 181; u. so auch Soph. Trach. 1171. 1439; εἰδέναι δέ σου πρώτιστα χρῄζω, El. 659; u. so adverbial auch Eur. im sing., Suppl. 430, u. im plur., 664; Parmenid. bei Plat. Conv. 178 b; vgl. auch Lob. Phryn. p. 419; auch zweier Endgn, κατὰ πρώτιστον ὀπωπήν, auf den allerersten Anblick, H. h. Cer. 157. – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Nicom. arithm. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πρώτιστος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 157· - ποιητ. ὑπερθ. τοῦ πρῶτος, ὁ πρῶτος πάντων, Ἰλ. Β. 228., Π. 656, Ὀδ. Τ. 447· πολὺ πρώτιστος Ἰλ. Β. 702, Ὀδ. Ξ. 220· - ἀλλὰ συνηθέστατα ὁ Ὅμ. χρῆται τῷ οὐδ. πρώτιστον ὡς ἐπιρρήματι, πρὸ παντὸς ἄλλου, Ὀδ. Κ. 462., Υ. 60, κ. ἀλλ.· ὡς παρὰ τοῖς Ἀττ., Ἀριστοφ. Λυσ. 555, Δημ. 1076. 17, Ἀντιφάνης ἐν «Εὐπλοίᾳ» 1, κτλ.· - οὕτω καὶ πρώτιστα, Ἰλ. Α. 105, Ὀδ. Γ. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 109· Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195, Σοφ. Ο. Τ. 1439. Ἠλ. 669, Ἀριστοφ. Πλ. 792· - οὕτω τὸ πρώτιστον Εὐρ. Ἱκ. 430· τὰ πρώτιστα Ὀδ. Λ. 168· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 419.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le premier de tous ; neutre adv. • πρώτιστον ou • πρώτιστα, en premier lieu, premièrement ; • τὰ πρώτιστα OD m. sign.
Étymologie: Sp. de πρῶτος.

English (Autenrieth)

sup. to πρῶτος: first of all, chiefest.—Adv., πρώτιστον, πρώτιστα (πρώτισθ), Od. 11.168.

English (Slater)

πρώτιστος
   1 first of all ἥρως ἐμφύλιον αἶμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς (P. 2.32) n. s. pro adv., αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ (N. 5.25)