Νηρεύς

From LSJ
Revision as of 12:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νηρεύς Medium diacritics: Νηρεύς Low diacritics: Νηρεύς Capitals: ΝΗΡΕΥΣ
Transliteration A: Nēreús Transliteration B: Nēreus Transliteration C: Nireys Beta Code: *nhreu/s

English (LSJ)

έως, Ion. ῆος, ὁ,

   A Nereus, h.Ap.319, Hes.Th.240, Alc.Supp. 8.7, etc.    2 sea, Λίβυς, Ἄραψ N., Nonn.D.25.51, 32.194.

Greek (Liddell-Scott)

Νηρεύς: έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, ἀρχαῖός τις θαλάσσιος θεός, ὅστις ὑπὸ τὸν Ποσειδῶνα διατελῶν ἦρχε τῆς Μεσογείου, ἴδε Ἰλ. Σ. 141· τὸ πρῶτον ὀνομαστὶ μνημονεύεται ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 319, καὶ ἐν Ἡσιόδ. Ἦτο δὲ πρεσβύτατος υἱὸς τοῦ Πόντου (δηλ. τῆς θαλάσσης), ἀνὴρ τῆς Δωρίδος θυγατρὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ πατὴρ τῶν Νηρηΐδων, Ἡσ. Θ. 233 κἑξ.: - Ἐπίθετ. Νήρειος, α, ον, ὁ τοῦ Νηρέως, Νήρεια τέκνα, δηλ. ἰχθύες, Εὔφρων ἐν «Μούσαις» 1. (Ἴδε ἐν λέξ. νάω, ῥέω, πρβλ. νηρός, νᾱρός).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
Nérée, fils de Poséidon, père des Néréides.
Étymologie: R. Σνα > Να, nager ; v. νέω².

English (Slater)

Νηρεύς old man of the sea ((P. 9.94)), a sea god, father of Thetis, Psamatheia, and the Nereids.
   1 λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.29) Νηρῆος εὐβούλου Θέτιν παῖδα (P. 3.92) ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (Θέτιν) (N. 3.57) Νηρέος θυγάτηρ (Boeckh: Νηρέως codd.: Thetis) (I. 8.42) Νηρεὺς δ' ὁ γέρων ἕπετα [ι (sc. in a procession in honour of Aiakos) (Pae. 15.4)