Τιρύνθιος
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Tirynthe ; ἡ Τιρυνθίη χώρη HDT le territoire de Tirynthe ; οἱ Τιρύνθιοι HDT les Tirynthiens.
Étymologie: Τίρυνς.
English (Slater)
Τῑρύνθιος
1 Tirynthian πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος Μολίονες ὑπερφίαλοι (O. 10.31) pro subs., Τλαπολέμῳ Τιρυνθίων ἀρχαγέτᾳ (O. 7.78) (Τελαμών), τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε (sc. Ἡρακλέης) σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον (I. 6.28)