μεμπτός

From LSJ
Revision as of 12:36, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμπτός Medium diacritics: μεμπτός Low diacritics: μεμπτός Capitals: ΜΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: memptós Transliteration B: memptos Transliteration C: memptos Beta Code: mempto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A blameworthy, E.Hel.462, Phld.Oec.p.70 J.: Comp. μεμπτότερος Th.2.61: mostly with a neg., Pi.Fr.220, S.OC1036, Th.3.57, etc.; οὐ μ. not contemptible, Id.6.13, Pl.Tht.187c; in a question, Hdt.7.48. Adv., οὐδὲ τῶν ξένων μεμπτῶς μαχεσαμένων Plu.Cleom.28.    II Act., throwing blame upon, τινι S.Tr.446, where μεμπτός is fem.

German (Pape)

[Seite 129] adj. verb. zu μέμφομαι, getadelt, zu tadeln, tadelhaft; Her. 7, 48; Xen. Mem. 3, 5, 3; μισθός, zu verachten, Plat. Theaet. 187 c; aber auch trans., εἴ τι τὠμῷ τ' ἀνδρὶ τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτός εἰμι, Soph. Trach. 446, = μεμφοίμην. – Adv., Plut. Cleom. 28 οὐ μεμπτῶς ἀγωνίζεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεφθῇ, ἄξιος μομφῆς, ἀξιόμεμπτος, Ἡρόδ. 7. 48, Εὐρ. Ἑλ. 462· συγκρ. μεμπτότερος, Θουκ. 2. 61· τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ., Πινδ. Ἀποσπ. 241, Σοφ. Ο. Κ. 1036, Θουκ. 3. 57, κτλ.· οὐ μ., οὐχὶ ἄξιος μομφῆς, ὁ αὐτ. 6. 13, Πλάτ. Θεαίτ. 187C· Ἐπίρρ. μεμπτῶς, οὐ μεμπτῶς Πλουτ. Κλεομ. 28. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιρρίπτων μομφὴν ἐπί τινος, τινι Σοφ. Τρ. 446, ἔνθα τὸ μεμπτὸς εἶναι θηλ. ἀντὶ τοῦ -τή, πρβλ. Pors. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1125.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 qui mérite des reproches, blâmable;
2 qui fait des reproches;
Cp. μεμπτότερος.
Étymologie: adj. verb. de μέμφομαι.

English (Slater)

μεμπτός
   1 contemptible οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.

English (Slater)

μεμπτός
   1 contemptible οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.