ἄδορπος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ον,
A without food, fasting, Pi.Pae.6.128, Lyc.638.
German (Pape)
[Seite 37] der nicht gegessen hat, nüchtern, Lycophr. 638.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδορπος: -ον, ὁ ἄνευ τροφῆς, μὴ φαγών, νῆστις. Λυκ. 638.
English (Slater)
ᾰδορπος, -ον
1 without a feast of c. gen., met. οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν (sc. Αἴγιναν.) (Pae. 6.128)
English (Slater)
ᾰδορπος, -ον
1 without a feast of c. gen., met. οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν (sc. Αἴγιναν.) (Pae. 6.128)