ἐννάλιος

From LSJ
Revision as of 14:31, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

English (Slater)

ἐννᾰλιος (Schr.: ἐνάλιος passim codd.: εἰνάλιος byz.)
   1 of, by, in the sea ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as god of the sea (P. 4.204) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “πεύθομαι δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)