ἐγκουράς
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A painting on the ceiling, A.Fr.142; also pl., = τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 709] άδος, ἡ, Deckengemälde, Aesch. fr. 126.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκουράς: -άδος, ἡ, «ἐγκουράδες· τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, καὶ οἱ ἐν ταῖς ὀροφαῖς γραφικοὶ προσώπων πίνακες. ἔστι γὰρ κουρὰς ἡ ὀροφὴ καὶ ὁ γραπτὸς πίναξ, ἐγκουρὰς δὲ καὶ ὁ κεκαρμένος, Αἰσχύλος Μυρμιδόσιν» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 139), πρβλ. Μυλέρου Ἀρχαιολ. § 320. 4.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
dibujo prob. inciso, en el techo A.Fr.142 (pero tal vez ἐν κουράδι), Hsch.s.uu. κουράς, ἐγκουράδες, ἐγκουράδες· τὰ ἐν προσώπῳ στίγματα Hsch.