ἀναφορέω
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
A = ἀναφέρω 1, but used in a frequentat. sense, Hdt.3.102,111, Th.4.115.
German (Pape)
[Seite 214] = ἀναφέρω 1), Her. 3, 102 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφορέω: ἀναφέρω Ι, ἀναβιβάζω, ἀλλ’ ἐν χρήσει μετὰ θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter en haut.
Étymologie: ἀναφορά.
Spanish (DGE)
1 llevar hacia arriba, subir καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν Th.4.115.
2 sacar, excavar οἱ μύρμηκες ... τὴν ψάμμον Hdt.3.102.