διαστροβέω

From LSJ
Revision as of 12:09, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστροβέω Medium diacritics: διαστροβέω Low diacritics: διαστροβέω Capitals: ΔΙΑΣΤΡΟΒΕΩ
Transliteration A: diastrobéō Transliteration B: diastrobeō Transliteration C: diastroveo Beta Code: diastrobe/w

English (LSJ)

   A stir up, πέλαγος Trag.Adesp.391.    2 = διασοβέω, Alciphr.3.9.

German (Pape)

[Seite 604] durchwirbeln, θύννος βολαῖος πέλαγος ὡς διαστροβεῖ p. bei Plut. Luc. 1; vgl. Alciphr, 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

διαστροβέω: στροφοδινοῦμαι, περιδινοῦμαι διὰ μέσου, δ. πέλαγος Τραγ. παρὰ Πλουτ. Λουκ. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’élancer impétueusement à travers, acc..
Étymologie: διά, στροβέω.

Spanish (DGE)

agitar, golpear repetidamente θύννος ... πέλαγος ὣς διαστροβεῖ Trag.Adesp.391
espantar λαγωὸν ἔν τινι θάμνῳ διαστροβήσας Alciphr.2.1.1.