ἀλιτήμων
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ἀλιτεῖν) = sq., Il.24.157,186, Call.Dian.123, A.R.4.1057.
German (Pape)
[Seite 99] ονος, sündhaft, subst. Frevler, Hom. zweimal, Il. 24, 157. 186; neutr. ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Callim. Dian. 123; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτήμων: -ον, γεν. ονος (ἀλιτεῖν) = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Ω. 157, 186, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 123.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.
English (Autenrieth)
ονος (ἀλιταίνω): sinning against, offending.
Spanish (DGE)
(ἀλῐτήμων) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
impío, que no tiene consideración para las leyes religiosas οὔτ' ἀ., ἀλλὰ ... ἱκέτεω περιδήσεται ἀνδρός de Aquiles Il.24.157, 186
•de acciones περὶ ξείνους ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Call.Dian.123, δίκη A.R.4.1057, βροτέην δ' ἀλιτήμονα ῥήξατο φωνήν Nonn.D.44.72, cf. Max.576.