ἀμόργινος
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
ον,
A made of ἀμοργίς, χιτώνια Ar.Lys.150, Pl.Ep.363a; χιτών Antiph.153, IG2.754.10; κάλυμμα Clearch.25; τὰ ἀ. (sc. ἱμάτια) Eup.241, Aeschin.1.97:—also expl. as pr. n., made in Amorgos, Poll.7.74; or purple, St.Byz. s.v. Ἀμοργός, EM129.15, cf. 86.16, Sch.Ar.Lys.150.
German (Pape)
[Seite 127] χιτώνιον Ar. Lys. 150; χιτών Antiphan Poll. 7, 57; τὰ ἀμ., kostbare Kleider, entweder von seinem Flachs, oder purpurne (πορφυροβαφῆ B. A. 204), Aesch. 1, 97. Bei Plat. Ep. XIII, 363 a dem σικελικὰ λίνα entgegengesetzt (also baumwollen?).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμόργῐνος: -ον, ἐπίθ. ἐπὶ πολυτελῶν ἐνδυμάτων καὶ ὑφασμάτων, κατεσκευασμένων ἐξ ἀμοργίδος, ἤτοι λίνου ἐξ Ἀμοργοῦ, χιτώνια Ἀριστοφ. Λυσ. 150 (περιγραφόμενα ὡς διαφανῆ, αὐτόθι 48)· χιτὼν Ἀντιφάν. ἐν «Μηδείᾳ» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 12· κάλυμμα Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ἀμόργινα (ἐνν. ἱμάτια) Αἰσχίν. 14. 3, πρβλ. Βοίκχ. Π. Οἰ. 1. 141.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de lin fin ou de pourpre, ou p.ê. de l’île d’Amorgos, une des Sporades.
Étymologie: ἀμόργη ou Ἄμοργος.
Spanish (DGE)
(ἀμόργῐνος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
hecho de fibra de malva χιτώνια Ar.Lys.150, Pl.Ep.363a, χιτών Antiph.153, IG 22.1514.10 (IV a.C.), Poll.7.74, κάλυμμα Clearch.19, ἐσθήματα D.C.Epit.9.17.2, cf. Moer.44
•tb. interpretado como hecho en Amorgos Sch.Ar.Lys.150
•o de color de púrpura, EM 129.17G, cf. St.Byz.s.u. Ἀμοργός, Sch.Ar.Lys.150
•subst. τὰ ἀ. tela de fibra de malva Eup.241, Aeschin.1.97, Poll.7.74.