ἀνακαλλύνω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A sweep up, Phryn.Com.2D.
German (Pape)
[Seite 191] = ἀνακορέω, Phryn. B. A. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαλλύνω: ἐκ νέου καλλύνω, «ἀνακαλλύνειν: τὸ σαίρειν, ὃ καὶ ἀνακορεῖν· ἐξ οὗ καὶ κάλλυντρον καὶ κόρημα τὸ σάρον» Α. Β. 14.
Spanish (DGE)
1 barrer τἄνδον ἀνακάλλυνον Phryn.Com.37A.
2 restituir la belleza a τὴν ἀνθρώπου φύσιν Cyr.Al.M 69.676D.