ἀποκεκινδυνευμένως
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
Adv.
A venturously, Them.Or.8.107c.
German (Pape)
[Seite 306] gewagt, Themist. 8 p. 107.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκεκινδυνευμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ κινδύνου, Θεμίστ. 107C.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἀποκινδυνεύω temerariamente Them.Or.8.107c.