ἀσυνάρμοστος
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ον,
A unfitting, unsuitable, Plu.2.709b; τὸ ἀ. incongruity, S.E. P.1.43.
German (Pape)
[Seite 380] = folgdm, Plut. Symp. 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάρμοστος: -ον, ὁ μὴ συναρμοζόμενος, ἀκατάλληλος, Πλούτ. 2. 709Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incompatible.
Étymologie: ἀ, συναρμόζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene conexión τὸ κῶλον Sch.Ar.Au.1377Wh.
2 fig. de pers. incompatible ἀσύμφυλοι καὶ ἀσυνάρμοστοι Plu.2.709b
•subst. τὸ ἀ. incompatibilidad S.E.P.1.43, AB 378.31.